-
1 φενακισμός
φενᾱκισμός, φενακισμόςcheating: masc nom sg -
2 φενακισμός
φενᾱκ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φενακισμός
-
3 φενακισμοίς
-
4 φενακισμοῖς
-
5 φενακισμοίσιν
-
6 φενακισμοῖσιν
-
7 φενακισμού
-
8 φενακισμοῦ
-
9 φενακισμοί
φενᾱκισμοί, φενακισμόςcheating: masc nom /voc pl -
10 φενακισμούς
φενᾱκισμούς, φενακισμόςcheating: masc acc pl -
11 φενακισμώ
-
12 φενακισμῷ
-
13 φενακισμών
-
14 φενακισμῶν
-
15 φενακισμόν
φενᾱκισμόν, φενακισμόςcheating: masc acc sg -
16 παράκρουσις
A striking falsely, false note, discord, Plu.2.826e (pl.).2 metaph., cheating, deception, D.23.175; φενακισμὸς καὶ π. Id.24.194.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκρουσις
См. также в других словарях:
φενακισμός — φενακισμός, ο και φενάκισμα, το, ατος και φενάκιση, η απάτη, εξαπάτηση: Δικάστηκε για τους φενακισμούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φενακισμός — φενᾱκισμός , φενακισμός cheating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμός — ο, ΝΜΑ [φενακίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φενακίζω, εξαπάτηση, παραπλάνηση … Dictionary of Greek
φενάκισμα — το, ΝΜΑ [φενακίζω] φενακισμός … Dictionary of Greek
φενάκισμα — το, ατος βλ. φενακισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φενακισμοῖς — φενᾱκισμοῖς , φενακισμός cheating masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμοῖσιν — φενᾱκισμοῖσιν , φενακισμός cheating masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμοί — φενᾱκισμοί , φενακισμός cheating masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμοῦ — φενᾱκισμοῦ , φενακισμός cheating masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμούς — φενᾱκισμούς , φενακισμός cheating masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακισμῶν — φενᾱκισμῶν , φενακισμός cheating masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)