-
1 φενακισμούς
φενᾱκισμούς, φενακισμόςcheating: masc acc pl
См. также в других словарях:
φενακισμούς — φενᾱκισμούς , φενακισμός cheating masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεκτέος — α, ον, Α [προσδέχομαι] 1. αυτός που πρέπει να γίνει δεκτός από κάποιον 2. (το ουδ.) προσδεκτέον α) πρέπει κάποιος να παραδεχθεί («οὐδὲ προσδεκτέον τοὺς οἴκτους καὶ τοὺς φενακισμοὺς τούτου», Δείν.) β) πρέπει κάποιος να παραλάβει … Dictionary of Greek
φενακισμός — φενακισμός, ο και φενάκισμα, το, ατος και φενάκιση, η απάτη, εξαπάτηση: Δικάστηκε για τους φενακισμούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)