-
1 ὑπο-φειδομένως
ὑπο-φειδομένως, auf schonende Weise, καὶ μετρίως Plut. Alex. 28.
-
2 ὑποφειδομένως
См. также в других словарях:
φειδομένως — φείδομαι spare pres part mp masc acc pl (doric) φειδομένως sparingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδομένως — ΜΑ επίρρ. με φειδώ, φειδωλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φειδόμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φείδομαι + επίρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek