-
41 φαντασιοκοπώ
[φαντάζιγια] ουσ θ φαντασία -
42 фантазия
[φαντάζιγια] ουσ θ φαντασία -
43 бедный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно1. κυρλξ. κ. μτφ. φτωχός, πένης, ενδεής•бедный человек φτωχός άνθρωπος•
-ая фантазия φτωχή φαντασία.
ουσ. ο φτωχός.2. γλίσχρος, ανεπαρκής.3. δυστυχής, άθλιος, μαύρος. || αξιολύπητος. -
44 больной
επ., βρ: болен, -льна, -льно1. άρρωστος, ασθενής•больной старик άρρωστος γέρος.
|| μτφ. αρρωστιάρικος•-ое воображение αρρωστιάρικη φαντασία.
2. ουσ. άρρωστος, ασθενής•навестить –го επισκέπτομαι ασθενή•
прием -ых εξέταση (περιλαβή) ασθενών•
тяжело βαριά άρρωστος.
|| πονεμένος•больной палец πονεμένο δάχτυλο.
εκφρ.больной вопрос – φλέγον ζήτημα•- ое место – νευραλγικό σημείο•с -ой головы на здоровую (сваливать) – τα φορτώνω (τά ρίχνω)όλα τα βάρη στον αθώο. -
45 вообразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -аженный, βρ: -жен, жена, жеш ρ.σ.μ.1. φαντάζομαι, πλάθω, συλλαμβάνω με τη φαντασία. || επινοώ, διανοούμαι, σοφίζομαι.2. νομίζω, υπολογίζω•вообразить что все уже кончено υπολογίζω πως όλα πια τέλειωσαν.
μου φαίνεται. -
46 воссоздать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ., χρ. -дал, -ла, -ло, προστκ. -дай, παθ. μτχ. παριλθ. χρ. воссозданный, βρ: -дан, -а, -оρ.σ.μ.αναδημιουργώ, αναπλάθω• ανασχηματίζω. || επαναφέρω, ξαναζωντανεύω (στη μνήμη, φαντασία). || αναπαράγω, αναπαρασταίνω.αναδημιουργούμαι, αναπλάθομαι κλπ. ρ. ενργ. φ. -
47 восстановить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•
восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•
восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.
2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.
3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.
4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).
1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.
-
48 восстановление
-я ουδ.1. αποκατάσταση, επανόρθωση• αναστήλωση• ανακαίνιση• ανοικοδόμηση•восстановление разрушенной промышленности η ανόρθωση της καταστραμμένης βιομηχανίας•
восстановление города η ανοικοδόμηση της πόλης•
восстановление здоровья η αποκατάσταση της υγείας.
2. μτφ. αναπαράσταση, επαναφορά (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατάσταση, επαναφορά•восстановление в должности αποκατάσταση στο αξίωμα.
-
49 восстать
-тану, -танешь προστκ. восстань, ρ.σ.1. παλ. σηκώνομαι, εγείρομαι•восстать от сна σηκώνομαι από τον ύπνο.
|| μτφ. παρασταίνομαι, έρχομαι (στη φαντασία, μνήμη).2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι, επαναστατώ. -
50 имажинизм
-а α.επινόηση, φαντασία, φαντασιοκοπία, ιμαζινισμός. -
51 картина
-ы θ.1. πίνακας, εικόνα, ζωγραφιά, ταμπλό•-ы Рафаэля πίνακες του Ραφαήλ•
книга с -ами εικονογραφημένο βιβλίο.
2. αναπαράσταση με τη φαντασία• - прошлого εικόνα από το παρελθόν•-ы детства εικόνες από την παιδική ζωή.
3. για κάτι όμορφο•это не дом, а - αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά ζωγραφιά.
|| ζωντανή λογοτεχνική περιγραφή.4. ένα μέρος πράξης δραματικού έργου• σκηνή.5. κινηματογραφική ταινία. -
52 нафантазировать
-рую, -руешь ρ.σ.μ., πλάθω με τη φαντασία• φαντασιοκοπώ. -
53 перенести
-несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс-несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. περνώ•ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.
2. μεταφέρω•перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.
3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.4. κατευθύνω, καταφέρω•перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.
5. αναβάλλω•перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.
|| παρασταίνω γραφικά.6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.
|| αντέχω•растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.
8. (διαλκ.)επισωρεύω στοιβάζω•дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.
1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ. -
54 практицизм
-а α. (γραπ. λόγος).1. πρακτικισμός (προτίμηση της πρακτικής, χωρίς υποτίμηση της θεωρίας).2. πραγματισμός•фантазия и практицизм φαντασία και πραγματισμός.
-
55 представить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. παρουσιάζω, εμφανίζω επιδείχνω προσάγω•представить свидетелей к допросу παρουσιάζω (φέρω) μάρτυρες για εξέταση (ανάκριση)•
представить справку φέρω (προσκομίζω) βεβαίωση.
2. συσταίνω, γνωρίζω3. απεικονίζω, αναπαρασταίνω. || παρασταίνω στη σκηνή.4. φαντάζομαι•-авь себе (για) φαντάσου•
-авьте моё удивление φανταστήτε την έκπληξη μου (θαυμασμό μου).
5. προύποθέτω•это -ит большие трудности αυτό θα παρουσιάσει μεγάλες δυσκολίες.
1. παρουσιάζομαι•имею честь представить έχω την τιμή να παρουσι-στώ.
2. φαίνομαι.3. αναφαίνομαι.4. φαντάζομαι, παρασταίνω με τη φαντασία.5. ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο.6. προσποιούμαι•больным κάνω τον άρρωστο.
-
56 притуплённый
κ. притупленныйεπ. από μτχ.αμβλύς, άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος•-ое воображение αμβλεία φαντασία.
-
57 пылкий
επ., βρ: -лок, -лка, -лко.1. εύφλεκτος, ευφλόγιστος,. που καίγεται εύκολα, γρήγορα•-ие дрова καυσόξυλα που καίγονται εύκολα.
|| μεγάλος•пылкий огонь μεγάλη φωτιά.
2. μτφ. διακαής, θερμός, διάπυρος, ένθερμος, φλογερός: ζωηρός•пылкий юноша φλογερός νέος•
-ое воображение ζωηρή (εξημμένη) φαντασία.
-
58 теория
-и θ.1. θεωρία•теория относительности θεωρία της σχετικότητας•
теория вероятности θεωρία των πιθανοτήτων•
теория познания θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία)•
теория дарвина θεωρία του Δαρβίνου.
2. φαντασία, μη πραγματικότητα•теория это бывает только в -и αυτό συμβαίνει μόνο στη θεωρία (στα λόγια).
3. οι κανόνες•теория музыки θεωρία της μουσικής.
-
59 убогий
επ., βρ: убог, -а, -оσακάτης, -ικος ανάπηρος•убогий человек σακάτης άνθρωπος-убогийая старушка σακάτικη γριούλα.
|| φτωχός, πένης, ενδεής, φουκαριάρης. || ελεεινός, άθλιος, μίζερος, ευτελής, πεν ιχρός, φτωχικός•убогий дом φτωχόσπιτο•
-ое жилище ελεεινή, (άθλια) κατοικία.
|| μτφ. μηδαμινός, πενιχρός, γλίσχρος•-ое воображение πενιχρή φαντασία•
-ая жизнь πενιχρή και άχαρη ζωή.
-
60 увести
уведу уведшь, παρλθ. χρ. увл, увела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. уведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. уведя ρ.σ.μ.1. μεταφέρω, οδηγώ, πηγαίνω•увести детей домой πηγαίνω τα παιδιά στο σπίτι.
|| βγάζω, οδηγώ•след увл меня далеко на реку τα ίχνη (ο τορός) με έβγαλε μακριά στο ποτάμι.
|| μτφ. αποσπώ, τραβώ, έλκω, παρασύρω•его образ увл моё воображение далеко в прошлое η μορφή του τράβηξε τη φαντασία μου μακριά στο παρελθόν.
2. κλέβω, παίρνω•на днях -ли нашу корову αυτές τις μέρες μας πήραν τη αγελάδα μας.
См. также в других словарях:
φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία καταληπτική — (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)