Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φαντασία

  • 41 φαντασιοκοπώ

    [φαντάζιγια] ουσ θ φαντασία

    Русско-эллинский словарь > φαντασιοκοπώ

  • 42 фантазия

    [φαντάζιγια] ουσ θ φαντασία

    Русско-эллинский словарь > фантазия

  • 43 бедный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    1. κυρλξ. κ. μτφ. φτωχός, πένης, ενδεής•

    бедный человек φτωχός άνθρωπος•

    -ая фантазия φτωχή φαντασία.

    ουσ. ο φτωχός.
    2. γλίσχρος, ανεπαρκής.
    3. δυστυχής, άθλιος, μαύρος. || αξιολύπητος.

    Большой русско-греческий словарь > бедный

  • 44 больной

    επ., βρ: болен, -льна, -льно
    1. άρρωστος, ασθενής•

    больной старик άρρωστος γέρος.

    || μτφ. αρρωστιάρικος•

    -ое воображение αρρωστιάρικη φαντασία.

    2. ουσ. άρρωστος, ασθενής•

    навестить –го επισκέπτομαι ασθενή•

    прием -ых εξέταση (περιλαβή) ασθενών•

    тяжело βαριά άρρωστος.

    || πονεμένος•

    больной палец πονεμένο δάχτυλο.

    εκφρ.
    больной вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ое место – νευραλγικό σημείο•
    с -ой головы на здоровую (сваливать) – τα φορτώνω (τά ρίχνω)όλα τα βάρη στον αθώο.

    Большой русско-греческий словарь > больной

  • 45 вообразить

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -аженный, βρ: -жен, жена, жеш ρ.σ.μ.
    1. φαντάζομαι, πλάθω, συλλαμβάνω με τη φαντασία. || επινοώ, διανοούμαι, σοφίζομαι.
    2. νομίζω, υπολογίζω•

    вообразить что все уже кончено υπολογίζω πως όλα πια τέλειωσαν.

    μου φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > вообразить

  • 46 воссоздать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ., χρ. -дал, -ла, -ло, προστκ. -дай, παθ. μτχ. παριλθ. χρ. воссозданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αναδημιουργώ, αναπλάθω• ανασχηματίζω. || επαναφέρω, ξαναζωντανεύω (στη μνήμη, φαντασία). || αναπαράγω, αναπαρασταίνω.
    αναδημιουργούμαι, αναπλάθομαι κλπ. ρ. ενργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > воссоздать

  • 47 восстановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•

    восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•

    восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•

    восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.

    2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•

    восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.

    3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.

    4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•

    он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).

    1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.
    2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•

    восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановить

  • 48 восстановление

    ουδ.
    1. αποκατάσταση, επανόρθωση• αναστήλωση• ανακαίνιση• ανοικοδόμηση•

    восстановление разрушенной промышленности η ανόρθωση της καταστραμμένης βιομηχανίας•

    восстановление города η ανοικοδόμηση της πόλης•

    восстановление здоровья η αποκατάσταση της υγείας.

    2. μτφ. αναπαράσταση, επαναφορά (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατάσταση, επαναφορά•

    восстановление в должности αποκατάσταση στο αξίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановление

  • 49 восстать

    -тану, -танешь προστκ. восстань, ρ.σ.
    1. παλ. σηκώνομαι, εγείρομαι•

    восстать от сна σηκώνομαι από τον ύπνο.

    || μτφ. παρασταίνομαι, έρχομαι (στη φαντασία, μνήμη).
    2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι, επαναστατώ.

    Большой русско-греческий словарь > восстать

  • 50 имажинизм

    α.
    επινόηση, φαντασία, φαντασιοκοπία, ιμαζινισμός.

    Большой русско-греческий словарь > имажинизм

  • 51 картина

    θ.
    1. πίνακας, εικόνα, ζωγραφιά, ταμπλό•

    -ы Рафаэля πίνακες του Ραφαήλ•

    книга с -ами εικονογραφημένο βιβλίο.

    2. αναπαράσταση με τη φαντασία• - прошлого εικόνα από το παρελθόν•

    -ы детства εικόνες από την παιδική ζωή.

    3. για κάτι όμορφο•

    это не дом, а - αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά ζωγραφιά.

    || ζωντανή λογοτεχνική περιγραφή.
    4. ένα μέρος πράξης δραματικού έργου• σκηνή.
    5. κινηματογραφική ταινία.

    Большой русско-греческий словарь > картина

  • 52 нафантазировать

    -рую, -руешь ρ.σ.μ., πλάθω με τη φαντασία• φαντασιοκοπώ.

    Большой русско-греческий словарь > нафантазировать

  • 53 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

  • 54 практицизм

    α. (γραπ. λόγος).
    1. πρακτικισμός (προτίμηση της πρακτικής, χωρίς υποτίμηση της θεωρίας).
    2. πραγματισμός•

    фантазия и практицизм φαντασία και πραγματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > практицизм

  • 55 представить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. παρουσιάζω, εμφανίζω επιδείχνω προσάγω•

    представить свидетелей к допросу παρουσιάζω (φέρω) μάρτυρες για εξέταση (ανάκριση)•

    представить справку φέρω (προσκομίζω) βεβαίωση.

    2. συσταίνω, γνωρίζω
    3. απεικονίζω, αναπαρασταίνω. || παρασταίνω στη σκηνή.
    4. φαντάζομαι•

    -авь себе (για) φαντάσου•

    -авьте моё удивление φανταστήτε την έκπληξη μου (θαυμασμό μου).

    5. προύποθέτω•

    это -ит большие трудности αυτό θα παρουσιάσει μεγάλες δυσκολίες.

    1. παρουσιάζομαι•

    имею честь представить έχω την τιμή να παρουσι-στώ.

    2. φαίνομαι.
    3. αναφαίνομαι.
    4. φαντάζομαι, παρασταίνω με τη φαντασία.
    5. ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο.
    6. προσποιούμαι•

    больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > представить

  • 56 притуплённый

    κ. притупленный
    επ. από μτχ.
    αμβλύς, άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος•

    -ое воображение αμβλεία φαντασία.

    Большой русско-греческий словарь > притуплённый

  • 57 пылкий

    επ., βρ: -лок, -лка, -лко.
    1. εύφλεκτος, ευφλόγιστος,. που καίγεται εύκολα, γρήγορα•

    -ие дрова καυσόξυλα που καίγονται εύκολα.

    || μεγάλος•

    пылкий огонь μεγάλη φωτιά.

    2. μτφ. διακαής, θερμός, διάπυρος, ένθερμος, φλογερός: ζωηρός•

    пылкий юноша φλογερός νέος•

    -ое воображение ζωηρή (εξημμένη) φαντασία.

    Большой русско-греческий словарь > пылкий

  • 58 теория

    θ.
    1. θεωρία•

    теория относительности θεωρία της σχετικότητας•

    теория вероятности θεωρία των πιθανοτήτων•

    теория познания θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία)•

    теория дарвина θεωρία του Δαρβίνου.

    2. φαντασία, μη πραγματικότητα•

    теория это бывает только в -и αυτό συμβαίνει μόνο στη θεωρία (στα λόγια).

    3. οι κανόνες•

    теория музыки θεωρία της μουσικής.

    Большой русско-греческий словарь > теория

  • 59 убогий

    επ., βρ: убог, -а, -о
    σακάτης, -ικος ανάπηρος•

    убогий человек σακάτης άνθρωπος-убогийая старушка σακάτικη γριούλα.

    || φτωχός, πένης, ενδεής, φουκαριάρης. || ελεεινός, άθλιος, μίζερος, ευτελής, πεν ιχρός, φτωχικός•

    убогий дом φτωχόσπιτο•

    -ое жилище ελεεινή, (άθλια) κατοικία.

    || μτφ. μηδαμινός, πενιχρός, γλίσχρος•

    -ое воображение πενιχρή φαντασία•

    -ая жизнь πενιχρή και άχαρη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > убогий

  • 60 увести

    уведу уведшь, παρλθ. χρ. увл, увела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. уведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. уведя ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, οδηγώ, πηγαίνω•

    увести детей домой πηγαίνω τα παιδιά στο σπίτι.

    || βγάζω, οδηγώ•

    след увл меня далеко на реку τα ίχνη (ο τορός) με έβγαλε μακριά στο ποτάμι.

    || μτφ. αποσπώ, τραβώ, έλκω, παρασύρω•

    его образ увл моё воображение далеко в прошлое η μορφή του τράβηξε τη φαντασία μου μακριά στο παρελθόν.

    2. κλέβω, παίρνω•

    на днях -ли нашу корову αυτές τις μέρες μας πήραν τη αγελάδα μας.

    Большой русско-греческий словарь > увести

См. также в других словарях:

  • φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …   Dictionary of Greek

  • φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασία καταληπτική —         (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… …   Dictionary of Greek

  • Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»