-
1 Phaedrus
Φαῖδρος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Phaedrus
-
2 radostný
φαιδρός -
3 cheerful
φαιδρός -
4 Bright
adj.P. and V. λαμπρός, Ar. and V. φαεννός, παμφαής, V. φαιδρός, εὐαγής (Plat. also but rare P.), φαεσφόρος, φλογωπός, φλογώψ, φοῖβος, εὐφεγγής, καλλιφεγγής, σελασφόρος, ἐξαυγής (Eur., Rhes.); see also Flashing.Magnificent: P. and V. λαμπρός, εὐπρεπής.Happy: see Happy.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bright
-
5 Radiant
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Radiant
-
6 facetious
[fə'si:ʃəs](not serious; intended to be funny or humorous: a facetious remark.) φαιδρός- facetiousness -
7 балясник
-а α.1. αθρσ. υλικά στηθαίου.2. (διαλκ.) αφηγητής φαιδρός, αστείος. -
8 весёлый
επ., βρ: весел, -а, -о1. χαρούμενος, φαιδρός, εύθυμος, κεφάτος•-ое настроение ευδιαθεσία, καλοκεφιά•
-ое лицо χαρούμενο πρόσωπο•
весёлый характер εύθυμος χαρακτήρας.
2. χαροποιός•весёлый спектакль εύθυμο θέαμα.
|| ευχάριστος, τερπνός•-ая расцветка ευχάριστος χρωματισμός.
-
9 игривый
επ., βρ: -ив, -а, -о.1. παιχνιδιάρικος, παιγνιώδης•-ое дитя παιχνιδιάρικο παιδάκι.
-ая ουσ. παιχνιδιάρα, ερωτοτροπούσα, ερωτύλα.2. φιλοπαίγμονας, ευτράπελος, χωρατατζής. || εύθυμος, φαιδρός, ιλαρός. || διφορούμενος• άσεμνος, απρεπής. -
10 искристый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. σπινθηροβόλος.2. αφρώδης•-ое вино αφρώδης οίνος.
3. μτφ. φαιδρός•искристый смех φαιδρό γέλιο•
-ая веслость φαιδρότητα, ιλαρότητα, μεγάλη ευθυμία.
-
11 искромётный
επ., παλ. σπινθηροβόλος. || μτφ. φαιδρός. -
12 потешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. διασκεδαστικός, γελοίος, κωμικός.2. παλ. ψυχαγωγικός, φαιδρός, τερπνός• αστείος.3. παλ. των στρατιωτικών αθλοπαιδιών.ουσ. α. παλ. • συμπαίκτης στρατιωτικών παιγνιδιών (επι Πέτρου Ι). -
13 приподнятый
επ. ото μτχ. ζωηρός, ευδιάθετος, εύθυμος, κεφάτος ιλαρός φαιδρός•-ое настроение ιλαρότητα φαιδρότητα, κέφι.
|| εμφαντικός, στομφώδης•приподнятый стиль στομφώδες ύφος, στυλ.
-
14 развесёлый
επ.εύθυμος, κεφάτος• φαιδρός, χαρούμενος. -
15 шутейный
επ. (απλ.).1. φαιδρός, αστείος, κωμικός.2. βλ. шутливый. -
16 шутливый
επ., βρ: -лив, -а, -оαστείος• ευτράπελος, φαιδρός• κωμικός•шутливый человек αστείος άνθρωπος•
шутливый характер αστείος χαρακτήρας•
шутливый разговор φαιδρή (εύθυμη) συνομιλία•
-ая песенка αστείο τραγουδάκι.
-
17 шуточный
επ.αστείος• εύθυμος, ευτράπελος • φαιδρός, σκωπτικός• κωμικός•-ая беседа εύθυμη συνομιλία•
-ое стихотворение σκωπτικό (σατυρικό) ποίημα•
-ая пьеса σκωπτικό (κωμικό) θεατρικό έργο.
-
18 Animated
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Animated
-
19 Beaming
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beaming
-
20 Blithe
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blithe
См. также в других словарях:
φαιδρός — bright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαῖδρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
Φαίδρος — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιδρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ακτινοβολεί από χαρά, εύθυμος, χαρωπός, πρόσχαρος: Φαιδρό πρόσωπο. 2. ευτράπελος, αστείος: Φαιδρή ιστορία. 3. αυτός που προκαλεί φαιδρότητα, γελοίος: Φαιδρό υποκείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπαρλάς, Φαίδρος — (Αθήνα 1925 – 1975). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης, γιος του Τάκη Μπαρλά (βλ. λ.). Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορες ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες, γράφοντας, κυρίως, βιβλιοκριτικές. Παράλληλα έγραψε ποιήματα (ανήκει στους ποιητές της… … Dictionary of Greek
φαιδρά — φαιδρός bright neut nom/voc/acc pl φαιδρά̱ , φαιδρός bright fem nom/voc/acc dual φαιδρά̱ , φαιδρός bright fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότερον — φαιδρός bright adverbial comp φαιδρός bright masc acc comp sg φαιδρός bright neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδροτέραις — φαιδρός bright fem dat comp pl φαιδροτέρᾱͅς , φαιδρός bright fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδροτέρων — φαιδρός bright fem gen comp pl φαιδρός bright masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)