-
1 embrasser
φιλώ -
2 políbit
φιλώ -
3 pocałować
φιλώ -
4 целовать
-
5 крест
-а α.σταυρός•деревянный крест ξύλινος σταυρός•
могильный крест επιτάφιος σταυρός•
флаг с -ом σημαία με σταυρό•
георгиевский -за храбрость ο σταυρός του Αγίου Γεωργίου για αντρεία.
|| μτφ. κακή τύχη, βάσανα, δεινά•безропотно нести свой крест αγόγγυστα κουβαλώ το σταυρό μου.
|| ως επίρ. -ом σταυρωτά•сложить руки -ом σταυρώνω τα χέρια.
εκφρ.болгарский крест – βουλγαρικός σταυρός (είδος κεντήματος με διπλό σταυρό)•крест накрест – σταυροειδώς, σταυρωτά• χιαστί•вот те крест – μα το σταυρό, μα το θεό, μα την πίστη•- а нет на ком – δεν έχει θεό απάνω του (άσπλαχνος), αθεόφοβος•поставить крест – βάζω τελεία και παύλα (οριστικός τερματισμός)•целовать крест – φιλώ το σταυρό (ορκιζόμενος)•оградить ή осенить себя -ом ή знамением -а – παλ. κάνω το σταυρό•распинать на крест – σταυρώνω, βάζω στο σταυρό•приложиться к -у – παλ. φιλώ (ασπάζομαι) το σταυρό. -
6 приложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, βάζω•приложить пластырь βάζω έμπλαστρο•
приложить руку к сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά•
печать βάζω σφραγίδα.
2. επισυνάπτω•приложить к заявлению справку с места жительства επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμονής.
|| επιπροσθέτω, επαυξάνω.3. καταβάλλω•приложить все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά.
|| εφαρμόζω•приложить теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη.
1. ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ•он -ился ухом к двери и прислушался αυτός σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε.
2. φιλώ, ασπάζομαι•она -илась к иконе αυτή φίλησε την εικόνα•
приложить к руке φιλώ το χέρι.
3. κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κατά τη σκοποβολή).4. (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα.εκφρ.остальное (ή всё прочее) приложить – τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν. -
7 лизать
лизатьнесов γλύφω, λείχω· ◊ \лизать пятки разг φιλώ ποδιές. -
8 лобзать
лобза́||тьнесов φιλώ, ἀσπάζομαι. -
9 прикладываться
прикладывать||ся1. ἀκουμπώ (άμετ.)·2. (почтительно поцеловать) φιλώ με σεβασμό. -
10 целовать
целоватьнесов φιλῶ, ἀσπάζομαι. -
11 чмокать
чмокатьнесов, чмокнуть сов1. (губами) χτυπώ τά χείλη·2. (целовать) разг φιλώ ἡχηρά. -
12 kiss
-
13 neck
I [nek] noun1) (the part of the body between the head and chest: She wore a scarf around her neck.) λαιμός2) (the part of an article of clothing that covers that part of the body: The neck of that shirt is dirty.) γιακάς3) (anything like a neck in shape or position: the neck of a bottle.) λαιμός•- necklace- neckline
- necktie
- neck and neck II [nek] verb(to kiss, hug and caress (passionately); to pet.) φιλώ και χαϊδεύω ερωτικά -
14 peck
[pek] 1. verb1) ((of birds) to strike or pick up with the beak, usually in order to eat: The birds pecked at the corn; The bird pecked his hand.) ραμφίζω,τσιμπώ2) (to eat very little: She just pecks (at) her food.) τσιμπολογώ3) (to kiss quickly and briefly: She pecked her mother on the cheek.) φιλώ πεταχτά2. noun1) (a tap or bite with the beak: The bird gave him a painful peck on the hand.) ράμφισμα2) (a brief kiss: a peck on the cheek.) πεταχτό φιλί•- peckish -
15 лобзать
[λαμπζάτ'] ρ. φιλώ -
16 целовать
[τσυλαβάτ"] ρ. φιλώ -
17 лобзать
[λαμπζάτ'] ρ φιλώ -
18 целовать
[τσυλαβάτ"] ρ φιλώ -
19 запечатлевать(ся)
ρ.δ.βλ. запечатлеться} запечатлеть-его, -еешь, παρλθ. χρ-ел, -а, -оρ.σ.1. αποτυπώνω, απεικονίζω με ακρίβεια.2. εντυπώνω, εγχαράσσω κάτι (στη μνήμη κ.τ.τ).3. σημειώνω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω•запечатлевать(ся) примирение поцелуем επικυρώνω τη συμφιλίωση με φιλί.
εκφρ.запечатлевать(ся) поцелуем – παλ. φιλώ κάτι.αποτυπώνομαι, εντυπώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.). -
20 зацеловать
-лую, -луешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зацелованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. καταφιλώ.2. αρχίζω να φιλώ.αρχίζω να φιλιέμαι.
См. также в других словарях:
φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 … Dictionary of Greek
φιλώ — φιλάω / φιλώ, φίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλῶ — Φιλής masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλῶ — φιλέω love pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλέω love pres ind act 1st sg (attic epic doric) φιλόω pres subj act 1st sg φιλόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλω — φίλος beloved masc/neut nom/voc/acc dual φίλος beloved masc/neut gen sg (doric aeolic) φί̱λω , φιλέω love aor subj act 1st sg (epic) φί̱λω , φιλέω love aor ind mid 2nd sg (epic) φιλόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλῳ — φίλος beloved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλωι — φίλῳ , φίλος beloved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφιλώ — έω και άω (AM καταφιλῶ, έω) (επιτ. τ. τού φιλώ) 1. ασπάζομαι κάποιον ζωηρά ή επανειλημμένα, φιλώ κάποιον σε πολλά σημεία τού προσώπου, τόν κατασπάζομαι 2. φιλώ με πάθος αρχ. 1. αγαπώ κάποιον πολύ 2. σκύβω και φιλώ … Dictionary of Greek
κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek