Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φίλων+el

  • 1 Philo

    Φίλων, -ωνος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Philo

  • 2 круг

    круг м 1) в рази. знач. о κύκλος, ο γύρος 2) (среда) о κύκλος, το περιβάλλον правящие \кругй οι ιθύνοντες κύκλοι· в \кругу друзей μεταξύ φίλων ◇ заколдованный \круг о φαύλος κύκλος
    * * *
    м
    1) в разн. знач. ο κύκλος, ο γύρος
    2) ( среда) ο κύκλος, το περιβάλλον

    пра́вящие круги́ — οι ιθύνοντες κύκλοι

    в кругу́ друзе́й — μεταξύ φίλων

    ••

    заколдо́ванный круг — ο φαύλος κύκλος

    Русско-греческий словарь > круг

  • 3 среда

    I среда Ι ж (окружение) το περιβάλλον ο κύκλος (φίλων, γνωστών); окружающая \среда το περιβάλλον защита окружающей \средаы η προστασία του περιβάλλοντος II среда II ж (день недели ) η Τετάρτη- в среду την Τετάρτη; каждую среду κάθε Τετάρτη; по \средаам τις Τετάρτες
    * * *
    I ж
    ( окружение) το περιβάλλον; ο κύκλος (φίλων, γνωστών)

    окружа́ющая среда́ — το περιβάλλον

    защи́та окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος

    II ж
    ( день недели) η Τετάρτη

    в сре́ду — την Τετάρτη

    ка́ждую сре́ду — κάθε Τετάρτη

    по среда́м — τις Τετάρτες

    Русско-греческий словарь > среда

  • 4 среди

    среди
    предлог с род. п.
    1. (между) ἀνάμεσα, μεταξύ, ἐν τῶ μέσω:
    \среди друзей μεταξύ φίλων
    2. (посредине) στή μέση· ◊ \среди бела дня μέρα μεσημέρι.

    Русско-новогреческий словарь > среди

  • 5 тесный

    тесн||ый
    прил
    1. στενός, στενόχωρος:
    \тесныйый проход τό στενό πέρασμα, ἡ στενή δίοδος· \тесныйая квартира τό στενόχωρο διαμέρισμα· \тесныйый пиджак τό στενό σακκάκν
    2. перен ἐπιστήθιος, στενός:
    \тесныйая дру́жба ἡ στενή φιλία· в \тесныйом кругу́ друзей σέ στενό κύκλο φίλων.

    Русско-новогреческий словарь > тесный

  • 6 мальчишник

    α.
    αποχαιρετηστήρια εσπερίδα των φίλων στο σπίτι του γαμπρού την προηγούμενη του γάμου.

    Большой русско-греческий словарь > мальчишник

  • 7 неразлучность

    θ.
    το αχώριστο, το αξεχώρ ιστό•

    неразлучность друзей το αξεχώριστό των φίλων.

    Большой русско-греческий словарь > неразлучность

  • 8 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 9 раззнакомить

    ρ.σ.μ. χαλώ (κόβω) τις σχέσεις, χωρίζω•

    раззнакомить друзей сплетнями χαλώ τις σχέσεις των φίλων με τα κουτσομπολιά.

    παύω να έχω γνωριμία, κόβω σχέσεις•

    он с ним совсем -лся αυτός έκοψε εντελώς σχέσεις μ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > раззнакомить

  • 10 тесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. στενός, στενόχωρος•

    -ая комната στενάχωρο δωμάτιο•

    тесный проход στενή δίοδος•

    -ая улица η στενή οδός (σοκάκι).

    || μτφ. περιορισμένος•

    тесный круг друзей στενός κύκλος φίλων•

    у него тесный кругозор αυτός έχει στενόν ορίζοντα.

    2. πυκνός• συνεσφιγμένος, στριμωχτός. || μτφ. στενά συνδεμένος, με στενές σχέσεις•

    тесный друг στενός (επιστήθιος) φίλος•

    -ая дружба στενήφιλία•

    -ое сотрудничество στενή συνεργασία•

    -ая связь στενός δεσμός.

    3. σφιχτός (για ένδυμα, υπόδημα).
    4. μτφ. παλ. δύσκολος, χαλεπός, βαρύς•

    -ые обстоятельства δύσκολες εριστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > тесный

  • 11 Distant

    adj.
    Long: P. and V. μακρός.
    Far off: V. ἔκτοπος, ποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Far.
    Most distant: P. and V. ἔσχατος.
    Take part in distant expeditions: P. ἐκδήμους στρατείας ἐξίεναι (ἔξειμι) (Thuc. 1, 15).
    Be distant, v.: P. and V. πεῖναι, πέχειν, φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.), P. διέχειν.
    Be distant from: P. and V. πέχειν (gen.), P. διέχειν (gen.). met.
    haughty, adj.: P. and V. σεμνός, P. ὑπερήφανος. V. πέρφρων; see Haughty.
    Slight: P. and V. ὀλγος, βραχύς, μικρός, σμικρός.
    At no distant date: P. οὐκ εἰς μακράν, V. οὐ μάλʼ εἰς μακράν (Æsch., Supp. 925).
    On behalf of no distant friends, but for myself: V. ὑπὲρ... οὐχὶ τῶν ἀπωτέρω φίλων ἀλλʼ αὐτὸς αὑτοῦ (Soph., O.R. 137).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distant

  • 12 Doubt

    subs.
    Dispute: P. ἀμφισβήτησις. ἡ.
    Perplexily: P. and V. πορία, ἡ.
    Distrust: P. and V. πιστία, ἡ.
    Suspicion: P. and V. ποψία, ἡ (Eur., Hel. 1549).
    Who is there of my friends near or far who will solve my doubt? V. τίς ἐγγὺς ἢ πρόσω φίλων ἐμῶν δύσγνοιαν ὅστις τὴν ἐμὴν ἰάσεται; (Eur., H.F. 1106).
    Be in doubt, be called in question: P. ἀμφισβητεῖσθαι.
    Be in perplexity: P. and V. πορεῖν, μηχανεῖν (rare P.), Ar. δυσκρτως ἔχειν.
    ——————
    v. trans.
    Mistrust: P. and V. πιστεῖν (acc. of thing. dat. of pers.).
    Suspect: P. and V. ποπτεύειν.
    V. intrans. Be in doubt: P. ἐνδοιάζειν, ἀμφισβητεῖν, διστάζειν (Plat.), ἀμφιγνοεῖν; see Hesitate.
    Be perplexed: P. and V. πορεῖν, μηχανεῖν (rare P.).
    Be in doubt about: V. δυσκρτως ἔχειν περ (gen.) (Eur., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Doubt

  • 13 Find

    v. trans.
    Discover: P. and V. εὑρίσκειν, νευρίσκειν, ἐφευρίσκειν, ἐξευρίσκειν, V. προσευρίσκειν.
    Catch in the act: P. and V. φωρᾶν, λαμβνειν, καταλαμβνειν (Eur., Cycl. 260), αἱρεῖν, ἐπʼ αὐτοφώρῳ λαμβνειν, P. καταφωρᾶν.
    Light upon: P. and V. ἐντυγχνειν (dat.), τυγχνειν (gen.). προσπίπτειν (dat.), Ar. and P. ἐπιυγχνειν (gen. or dat.), P. περιπίπτειν (dat.), V. κυρεῖν (gen.), κιγχνειν (acc. or gen.),
    We shall find him a more troublesome and powerful enemy: P. χαλεπωτέρῳ καὶ ἰσχυροτέρῳ χρησόμεθα ἐχθρῷ (Dem. 102).
    Nor can I praise Greece, finding her base towards my son: V. οὐδʼ Ελλάδʼ ᾔνεσα... κακίστην λαμβάνων πρὸς παῖδʼ ἐμόν (Eur., H.F. 222).
    You yourself would find the Achaeans kinder: V. αὐτή τʼ Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις (ἄν) (Eur., Tro. 734) (same construction Plat. Charm. 175C).
    I found you the dearest of my friends: V. ἐμῶν γὰρ φίλτατον σʼ ηὗρον φίλων (Eur., I.T. 708).
    Be found, prove oneself: P. and V. φαίνεσθαι; see under Prove.
    Find (money, etc.), provide: P. and V. παρέχειν (or mid.), πορίζειν (or mid.); see Provide.
    Deliver a verdict: P. and V. κρίνειν, δικάζειν; see Decide.
    Find fault: Ar. and P. σχετλιάζειν.
    Find guilty P. and V. αἱρεῖν, καθαιρεῖν.
    Be found guilty: P. and V. λίσκεσθαι.
    Find out; see Find.
    Solve ( a riddle): P. and V. λύειν, V. διειπεῖν; see Solve.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Find

  • 14 Gift

    subs.
    P. and V. δῶρον, τό, δωρεά, ἡ, δόσις, ἡ, Ar. and V. δώρημα, τό (also Xen. but rare P.), Ar. and V. γέρας, τό.
    Free gift: P. and V. δωρεά, ἡ.
    Bring gifts, v.: Ar. and P. δωροφορεῖν.
    Receive gifts ( bribes): Ar. and P. δωροδοκεῖν.
    Nor shall he be without a gift at his friends' hands: V. οὐδʼ δώρητος φίλων ἔσται πρὸς ἀνδρῶν (Eur., Hec. 42).
    Natural capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Have a gift for: P. εὐφυὴς εἶναι πρός (acc.) or εἰς (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gift

  • 15 Muster

    v trans.
    Collect: P. and V. συλλέγειν, συνγειν, ἀθροίζειν, συναθροίζειν, συγκαλεῖν, γείρειν, P. συναγείρειν.
    Review: P. and V. ἐξετάζειν.
    V. intrans. P. and V. συνέρχεσθαι, συνίστασθαι.
    Muster to the help of: Ar. and P. συμβοηθεῖν (ἐπ, acc. or εἰς, acc.).
    Muster up, met.: P. σαναγείρειν.
    ——————
    subs.
    P. and V. σύλλογος, ὁ, σύνοδος, ἡ, V. ἄθροισμα, τό.
    Act of mustering: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.
    Review: P. ἐξέτασις, ἡ.
    Gathering the full muster of your friends: V. τῶν φίλων πλήρωμʼ ἀθροίσας (Eur., Ion, 663).
    In full muster: use adv., P. πανδημεί, πανστρατιᾷ, V. πανδημίᾳ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Muster

  • 16 Side

    subs.
    Of animals: P. and V. πλευρά, ἡ (generally pl.), Ar. and V. πλευρόν, τό (generally pl.).
    From the side: V. πλευρόθεν.
    Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.
    Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).
    Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).
    Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).
    Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.
    Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.
    On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).
    On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.
    On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ριστερᾶς; see Left.
    On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.
    On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.
    On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.
    On which of two sides: P. ποτέρωθι.
    On all sides: Ar. and P. πάντη, ἡ, P. and V. πανταχοῦ, πανταχῆ, V. πανταχοῦ, πανταχῆ.
    From all sides: P. and V. πάντοθεν (Plat., Andoc. Isae.), Ar. and P. πανταχόθεν.
    Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).
    On the father's side ( of relationship): P. and V. πατρόθεν, πρὸς πατρός, V. τὰ πατρόθεν.
    On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).
    On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).
    By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.
    From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.
    Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).
    On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).
    Side by side: use together.
    We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).
    Party, faction: P. and V. στσις, ἡ.
    I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).
    Attach to one's side, v.: P. and V. προσποιεῖσθαι, προσγεσθαι προστθεσθαι.
    Change sides: P. μεθίστασθαι.
    Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.
    Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).
    You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).
    On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).
    I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).
    There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).
    Leave on one side: P. and V. παριέναι; see Omit.
    ——————
    adj.
    P. πλάγιος.
    Side issue: P. and V. πρεργον, τό.
    ——————
    v. intrans.
    Side with: P. and V. προστθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετ (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.
    Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).
    Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Side with the Persians: P. Μηδίζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side

См. также в других словарях:

  • Φίλων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φίλων' — Φίλωνα , Φίλων masc acc sg Φίλωνι , Φίλων masc dat sg Φίλωνε , Φίλων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλων' — φίλωνα , φίλων masc acc sg φίλωνι , φίλων masc dat sg φίλωνε , φίλων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλων — φίλος beloved fem gen pl φίλος beloved masc/neut gen pl φίλων masc nom/voc sg φιλόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φιλόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φίλων κριτὴς μὴ γίνου. — φίλων κριτὴς μὴ γίνου. См. Двое дерутся, третий не подходи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… …   Dictionary of Greek

  • Φιλῶν — Φίλα fem gen pl Φιλής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλῶν — φῑλῶν , φῖλος neut gen pl (attic epic doric) φιλέω love pres part act masc nom sg (attic epic doric) φιλόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) φιλόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φιλόω pres part act masc nom sg φιλόω pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὰ τῶν φίλων κοινά. — τὰ τῶν φίλων κοινά. См. Второй я …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κοινὰ τὰ φίλων. — См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Филон древнегреческий зодчий — (Φίλων) древнегреческий зодчий, славившийся во времена Александра Македонского. Главные его постройки портик Телестериона в Элевзисе и величественный арсенал в Пирее, пришедшие в развалины еще до Р. Х. и ныне исчезнувшие бесследно …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»