Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φίλους

  • 1 из

    из (изо ) από я приехал из Москвы ήρθα από τη Μόσχα пить из стакана πίνω με το ποτήρι один из моих друзей ένας από τους φίλους μου^ из чего это сделано? από τι είναι αυτό καμωμένο; из любодытства από περιέργεια
    * * *

    я прие́хал из Москвы́ — ήρθα από τη Μόσχα

    пить из стака́на — πίνω με το ποτήρι

    оди́н из мои́х друзе́й — ένας από τους φίλους μου

    из чего́ э́то сде́лано? — από τι είναι αυτό καμωμένο

    из любопы́тства — από περιέργεια

    Русско-греческий словарь > из

  • 2 приобрести

    приобрести
    сов, приобретать несов
    1. ἀποκτώ, ἀποχτώ / ἀγοράζω, ψωνίζω (покупать):
    \приобрести ио́вую кни́гу ἀποκτώ καινούργιο βιβλίο· \приобрести друзей ἀποκτώ φίλους, κάνω φίλους·
    2. (получать) ἀποκτώ, παίρνω, λαμβάνω:
    \приобрести знания ἀποκτβ γνώσεις· \приобрести новое значение παίρνω νέα σημασία· \приобрести здоровый вид ἀποκτώ ὑγειή ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > приобрести

  • 3 перессорить

    ρ.σ.μ. εξωθώ, παρακινώ να μαλώσουν•

    он -ил всех друзей сплетнями αυτός έβαλε όλους τους φίλους να μαλώσουν με τα κουτσουμπολιά.

    μαλώνω•

    он -лся со всеми друзьями αυτός μάλωσε με όλους τους φίλους.

    Большой русско-греческий словарь > перессорить

  • 4 раздружить

    ρ.σ.μ. κάνω να φιλονικήσουν οι φίλοι χωρίζω φίλους, χαλνώ τη φίλια•

    раздружить старых приятелей βάζω τους παλαιούς φίλους να μαλώσουν•

    раздружить со старым другом κόβω τη φιλία με τον παλαιό φίλο.

    τα χαλώ με το φίλο, κόβω σχέσεις. || μτφ. ξεκόβω, χάνω κάθε δεσμό.

    Большой русско-греческий словарь > раздружить

  • 5 видеться

    ви́де||ться
    1. βλέπομαι, συναντιέμαι:
    мы редко видимся βλεπόμαστε σπάνια· \видетьсяться с друзьями βλέπομαι, συναντιέμαι μέ τους φίλους·
    2. (представляться) βλέπω:
    ему уже видится близкая победа ήδη βλέπει γρήγορη τή νίκη·
    3. безл (во сне):
    мне виделось, что... είδα στον ὕπνο μου, ὀτι...

    Русско-новогреческий словарь > видеться

  • 6 др^жески

    др^жеск||и
    нареч φιλικά [-ῶς], φιλό-φρονα:
    по\др^жески φιλικά· э́то не по\др^жески αὐτό δέν ταιριάζει σέ φίλους.

    Русско-новогреческий словарь > др^жески

  • 7 завестись

    завести́||сь
    см. заводиться· у него завелись друзья ἀπόκτησε φίλους· у нее завелись деньги Επιασε λεφτά· в квартире завелись мыши στό σπίτι ἐμφανίστηκαν ποντίκια.

    Русско-новогреческий словарь > завестись

  • 8 извериться

    извериться
    сов (в ком-л.) χάνω τήν ἐμπιστοσύνη, χάνω τήν πίστη:
    \извериться в друзьях χάνω τήν ἐμπιστοσύνη στους φίλους.

    Русско-новогреческий словарь > извериться

  • 9 иметь

    иметь
    несов в разн. знач. ἔχω / κατέχω (обладать):
    \иметь деньги ἔχω χρήματα· \иметь право ἔχω δικαίωμα· \иметь много друзей ἔχω πολλούς φίλους· \иметь успех ἔχω ἐπιτυχία· \иметь возможность ἔχω τή δυνατότητα· \иметь значение ἔχω σημασία· \иметь отношение ἔχω σχέση· \иметь обыкновение ἔχω τή συνήθεια· \иметь что́-л. при себе κουβαλώ κάτι μαζί μου· не \иметь ничего́ против δέν ἔχω καμιάν ἀντίρρηση· \иметь в виду́ ἔχω ὑπ' ὀψιν \иметь дело с кем-л. ἔχω νά κάνω μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > иметь

  • 10 обегать

    обегать
    сов φέρνω γύρο, περιτρέχω, διατρέχω:
    \обегать всех друзей τρέχω σ' ὀλους τους φίλους μου.

    Русско-новогреческий словарь > обегать

  • 11 отходить

    отходить I
    несов
    1. ἀπομακρύνομαι/ παραμερίζω (άμετ.) (в сторону)/ ἀναχωρώ, ξεκινώ (о поезде) / ἀποπλέω (о пароходе)·
    2. (отклоняться) παρεκκλίνω, ξεκόβω:
    \отходить от темы παρεκκλίνω (или παρεκβαίνω) ἀπό τό θέμα· \отходить от прежних взглядов ἐγκαταλείπω τίς παληές μου ἀντιλήψεις· \отходить от старых друзей ξεκόβω (или ἀπομακρύνομαι) ἀπό τους παληούς φίλους· \отходить от дел ἀποσύρομαι ἀπό τίς ὑποθέσεις·
    3. (отставать) ξεκολλώ:
    обо́и отошли от стены ἡ ταπετσαρία τοῦ τοίχου ξεκόλλησε·
    4. (исчезать \отходить о пятне) ἐξαλείφομαι, βγαίνω:
    пятно́ не отходит ὁ λεκές δέν βγένει·
    5. (приходить в нормальное состояние) συνέρχομαι·
    6. (умирать) уст. ἐκπνέω, ἀποθνήσκω:
    \отходить в вечность ἀπέρχομαι είς τάς αἰωνίους μονάς· ◊ \отходить ко сиу́ ἀποκοιμοῦμαι· \отходить в прошлое παρέρχομαι· праздники отошли́ πέρασαν ὁΐ γιορτές.
    отходить II
    сов см. отхй живать.

    Русско-новогреческий словарь > отходить

  • 12 порвать

    порвать
    сов
    1. см. рвать I 1·
    2. (прекратить) διακόπτω:
    \порвать дипломатические отношения διακόπτω τίς διπλωματικές σχέσεις· \порвать с прошлым κόβω μέ τό παρελθόν \порвать с друзьями κόβω μέ τους φίλους μου.

    Русско-новогреческий словарь > порвать

  • 13 рассорить

    рассорить
    сов κάνω κάποιους νά μαλ-λώ-τουν:
    \рассорить двух приятелей κάνω δύο φίλους νά μαλλώσουν.

    Русско-новогреческий словарь > рассорить

  • 14 тосковать

    тоск||овать
    несов
    1. μελαγχολώ, εἶμαι θλιμμένος, εἶμαι βαρύ-θυμος (грустить)/ ἀνιῶ, πλήττω (скучать)·
    2. (по кому-л., чему-л.) νοσταλγώ, ἀποθυμώ:
    \тосковатьовать по друзьям ἀποθυμώ τούς φίλους μου· \тосковатьовать по ро́дние νοσταλγώ τήν πατρίδα

    Русско-новогреческий словарь > тосковать

  • 15 чуждаться

    чуждаться
    несов ἀποφεύγω:
    \чуждаться друзей ἀποφεύγω τους φίλους.

    Русско-новогреческий словарь > чуждаться

  • 16 friendless

    adjective (without friends: alone and friendless.) χωρίς φίλους

    English-Greek dictionary > friendless

  • 17 дружески

    επίρ.
    φιλικά•

    дружески жму вашу руку φιλικά σας σφίγγω το χέρι•

    по дружески φιλικά•

    это не по дружески αυτό δεν ταιριάζει σε φίλους.

    Большой русско-греческий словарь > дружески

  • 18 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 19 любительский

    επ.
    1. ο από αγάπη γινόμενος.
    2. ερασιτεχνικός. || για τους φίλους (αγαπώντες)•

    любительский табак καπνός που τον προτιμούν οι καπνιστες.

    Большой русско-греческий словарь > любительский

  • 20 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

См. также в других словарях:

  • Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. — φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. См. Друзей у богатых, что мякины около зерна …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φίλους — φίλος beloved masc acc pl φί̱λους , φῖλος neut gen sg (attic epic doric) φιλόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρύσον τὸ πῦρ. — См. Друг познается в несчастии …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Νέους φίλους ποιῶν, τῶν παλαιῶν μὴ ἐπιλανθάνου. — См. Новых друзей наживай, а старых не забывай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Νέους φίλους ποιῶν τῶν παλαιῶν μὴ ἐπιλανθάνου. — См. Старый друг лучше новых двух …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Solon — (altgriechisch Σόλων; * wohl um 640 v. Chr. in Athen; † vermutlich um 560 v. Chr.) war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den sieben …   Deutsch Wikipedia

  • Solon von Athen — Solon Solon, griech. Σόλων (* wohl um 640 v. Chr. in Athen, † vermutlich um 560 v. Chr.), war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den …   Deutsch Wikipedia

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»