Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φίλος

  • 1 φίλος

    [филос] ουσ. а. друг,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φίλος

  • 2 друг

    друг I
    м ὁ φίλος:
    закадычный \друг ὁ ἐπιστήθιος φίλος· старый \друг лучше новых двух погов. ἔνας παληός φίλος ἀξίζει πιότερο ἀπό δυό καινούριους· ◊ бу́дь(те) \другом разг φανού φίλος, ἄν είσαι φίλος.
    друг II:
    \друг за \другом ὁ Ινας μετά τόν ἀλλον, ὁ ἔνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \друг от \друга ὁ ἔνας ἀπό τόν ἀλλον \друг \другу ὁ ἔνας στον ἀλλον \друг \друга ὁ ἔνας τόν ἀλλον \друг о \друге ὁ ἔνας γιά τόν ἄλλο· \друг с \другом ὁ ίνας μέ τόν ἀλλον \друг около \друга ὁ ἔνας κοντά στον ἀλλον \друг на \друге ὁ ἔνας ἐπάνω στον ἄλλο· \друг на \друга ὁ ἔνας ἐνάντια στον ἀλλο, ὁ ἔνας κατά τοῦ ἄλλου· \друг против \друга ὁ ἔνας ἐνάντια στον ἄλλο, ὁ ἔνας κατά τοῦ ἄλλου.

    Русско-новогреческий словарь > друг

  • 3 друг

    1. -а, πλθ. друзья, -ей κ. παλ. други α. φίλος•

    старый друг παλαιός φίλος•

    любезный друг αγαπητέ φίλε•

    друг дома οικογενειακός φίλος•

    будь -ом ή будь друг (προσαγόρευση παρακλητική) φίλε μου.

    2. επ. βρ: από το•

    другой άλλος, ένας•

    друга ο ένας τον άλλον, αλληλο...• ненавидеть друг друга αλληλομισούμαστε•

    друг на друга ο ένας στον άλλον•

    друг за -ом ο ένας "κοντά στον άλλον•

    перед -ом ποιος περισσότερο•

    они стараются друг перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο•

    друг с другом ο ένας με τον άλλον•

    друг около -а ο ένας δίπλα στον άλλον, παραπλεύρως•

    друг на -е ο ένας πάνω στον άλλον•

    против -а ο ένας κατά του άλλου•

    друг о –е ο ένας για τον άλλον•

    дама сам друг (χαρτπ.) η ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης).

    Большой русско-греческий словарь > друг

  • 4 близкий

    близкий 1. 1) κοντινός, πλησίος προσεχής (по вре мени)' самый \близкий путь о πιο κοντινός δρόμος 2) (сходный ) όμοιος 3) (об отношениях) στενός \близкий друг о στενός φίλος 2.: мн. \близкийие (родствен ники ) οι στενοί συγγενείς
    * * *
    1.
    1) κοντινός, πλησίος; προσεχής ( по времени)

    са́мый бли́зкий путь — ο πιο κοντινός δρόμος

    2) ( сходный) όμοιος
    3) ( об отношениях) στενός

    бли́зкий друг — ο στενός φίλος

    2. мн.

    бли́зкие (родственники) — στενοί συγγενείς

    Русско-греческий словарь > близкий

  • 5 искренний

    искренний ειλικρινής \искренний друг о ειλικρινής φίλος с \искреннийим уважением με ειλικρινή εκτίμηση
    * * *

    и́скренний друг — ο ειλικρινής φίλος

    с и́скренним уваже́нием — με ειλικρινή εκτίμηση

    Русско-греческий словарь > искренний

  • 6 приятель

    приятель м о φίλος
    * * *
    м
    ο φίλος

    Русско-греческий словарь > приятель

  • 7 товарищ

    товарищ м о σύντροφος; ο φίλος (друг о συνάδελφος (коллега)
    * * *
    м
    ο σύντροφος; ο φίλος ( друг); ο συνάδελφος ( коллега)

    Русско-греческий словарь > товарищ

  • 8 желанный

    желан||ный
    прил
    1. ποθητός, ἐπιθυμητός, εὐπρόσδεκτος:
    \желанныйный гость ὁ εὐπρόσδεκτος ξένος·
    2. (милый) ποθητός, ἀγαπητός:
    \желанныйный друг ὁ ποθητός φίλος, ὁ ἀγαπητός φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > желанный

  • 9 закадычный

    закадычный
    прил разг:
    \закадычный друг ὁ ἐπιστήθιος, ἐνδόμυχος φίλος, ὁ στενός φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > закадычный

  • 10 сердечный

    сердечн||ый
    пр-ил.
    1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:
    \сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·
    2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:
    \сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο.

    Русско-новогреческий словарь > сердечный

  • 11 дружба

    θ.
    φιλία•

    свести -у πιάνω φιλία•

    под видом -ы κάνοντας το φίλο•

    быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•

    не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.

    Большой русско-греческий словарь > дружба

  • 12 дружить

    -жу, -жишь к. -ужишь
    ρ.δ.
    είμαι φίλος με κάποιον, πιάνομαι φίλος, συνδέομαι, με φιλία.
    βλ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > дружить

  • 13 любитель

    α.
    -ница, -ы θ.
    1. φίλος, λάτρης, εραστής, ζηλωτής•

    я любитель музыки είμαι φίλος της μουσικής (φιλόμουσος).

    2. ερασιτέχνης.

    Большой русско-греческий словарь > любитель

  • 14 охотник

    α.
    κυνηγός•

    союз -ов κυνηγετικός σύλλογος.

    εκφρ.
    охотник за подводными лодками ή морской охотник – το ανθυποβρύχιο.
    α.
    1. επιθυμητής. || στρατιώτης εθελοντής.
    2. φίλος, λάτρης • ζηλωτής•

    он -до книг, до цветов αυτός είναι φίλος των βιβλίων, των λουλουδιών•

    страстный охотник θεριακλής• μερακλής.

    Большой русско-греческий словарь > охотник

  • 15 падкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко
    επιθυμητής, φίλος• παλ. он падок до сладкого αυτός είναι φίλος των γλυκών.

    Большой русско-греческий словарь > падкий

  • 16 чистоплюй

    α.
    1. φίλος της καθαριότητας μέχρι σχολαστικότητας ή αηδίας. || σιχαντερός, αηδιαστικός.
    2. φίλος της καθαρής δούλε ιάς.

    Большой русско-греческий словарь > чистоплюй

  • 17 друг

    I друг Ι м (приятель) о φί λος II друг II: \друг друга о ένας τον άλλο \друг за другом о ένας πίσω από τον άλλο \друг против друга о ένας ενάντια στον άλλο \друг с другом о ένας με τον άλλο
    * * *
    I м
    ( приятель) ο φίλος
    II

    друг дру́га — ο ένας τον άλλο

    друг за дру́гом — ο ένας πίσω από τον άλλο

    друг про́тив дру́га — ο ένας ενάντια στον άλλο

    друг с дру́гом — ο ένας με τον άλλο

    Русско-греческий словарь > друг

  • 18 большой

    больш||ой
    прил
    1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):
    \большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);
    2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):
    \большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;
    3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:
    \большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων
    4. (взрослый) μεγάλος:
    он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > большой

  • 19 выпить

    выпить
    сов см. выпивать и пить· \выпить за чье-л. здоровье πίνω στήν ὑγεία κάποιου· любящий \выпить φίλος τοῦ πιοτοῦ· \выпить лишнее разг τά κοπανάω, παράπίνω.

    Русско-новогреческий словарь > выпить

  • 20 др^жеский

    др^жеск||ий
    прил φιλικός, φιλόφρων:
    \др^жескийий совет ἡ φιλική συμβουλή· находиться в \др^жескийих отношениях ἔχω φιλικές σχέσεις· быть на \др^жескийой ноге с кем-л. εἶμαι στενός φίλος μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > др^жеский

См. также в других словарях:

  • φίλος — beloved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — η, ο 1. αγαπητός, προσφιλής: Η φίλη Γαλλία. 2. αυτός που αγαπάει κάποιον, ο προσηλωμένος σε κάτι. 3. ως ουσ., φίλος, ο, φίλη, η και φιλενάδα, η και φιλινάδα, η άτομο με το οποίο συνδέεται κανείς με αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και αφοσίωση: Του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος του Λαού — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1840 48). Από το 16o φύλλο της εκδιδόταν και στα γαλλικά και από το 219o μετονομάστηκε Φ. του Λ. της Γ’ Σεπτεμβρίου. 2. Εφημερίδα της Κεφαλλονιάς (1876). 3. Εφημερίδα της Πάτρας… …   Dictionary of Greek

  • Φίλος του Νόμου — Εφημερίδα της Ύδρας. Το πρώτο φύλλο είναι της 10ης Μαρτίου 1824 και το τελευταίο της 29ης Μαΐου 1827. Στις 28 Απριλίου 1824 μετονομάστηκε Εφημερίς της Διοικήσεως και της νήσου Ύδρας. Τα φύλλα της εφημερίδας αυτής είναι δυσεύρετα σήμερα …   Dictionary of Greek

  • Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία …   Dictionary of Greek

  • Ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Друзей много, да друга нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Знакомых тма, а друга нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αλεξίου, Φίλος — (1788 – 1882) Λεπτοξυλουργός από τη Λαμία. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν (1821) να φτιάξει τη σούβλα με την οποία σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο. Σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας της Λαμίας Φωνή του Λαού, στις 10 Απριλίου 1882, αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»