Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φήγινος

См. также в других словарях:

  • φήγινος — oaken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήγινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ινος (πρβλ. πύξ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • φηγίνω — φήγινος oaken masc/neut nom/voc/acc dual φήγινος oaken masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγίνων — φήγινος oaken fem gen pl φήγινος oaken masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήγινον — φήγινος oaken masc acc sg φήγινος oaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγινέην — φήγινος oaken fem acc sg (epic ionic) φηγινέος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγίνοιν — φήγινος oaken masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγίνοις — φήγινος oaken masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγίνους — φήγινος oaken masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήγινοι — φήγινος oaken masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»