Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φέρνω

  • 21 τούμπα

    η
    1) спорт, кувырок; сальто;

    κάνω τούμπα — кувыркаться;

    με τούμπες кувырком;
    2) холм, горка; 3) муз. туба;

    § τον φέρνω τούμπα — одержать верх над кем-л., одолеть в споре κάνω τοδμπες σε κάποιον — расстилаться перед кем-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τούμπα

  • 22 φα(γ)ητό(ν)

    φα(γ)ί τό
    1) пища, еда; кушанье; блюдо;

    κατάλογος φα(γ)ητών — меню;

    γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;

    2) обед; ужин;

    φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;

    3) обл аппетит;
    § άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φα(γ)ητό(ν)

  • 23 φα(γ)ητό(ν)

    φα(γ)ί τό
    1) пища, еда; кушанье; блюдо;

    κατάλογος φα(γ)ητών — меню;

    γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;

    2) обед; ужин;

    φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;

    3) обл аппетит;
    § άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φα(γ)ητό(ν)

  • 24 φα(γ)ητό(ν)

    φα(γ)ί τό
    1) пища, еда; кушанье; блюдо;

    κατάλογος φα(γ)ητών — меню;

    γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;

    2) обед; ужин;

    φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;

    3) обл аппетит;
    § άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φα(γ)ητό(ν)

  • 25 φα(γ)ητό(ν)

    φα(γ)ί τό
    1) пища, еда; кушанье; блюдо;

    κατάλογος φα(γ)ητών — меню;

    γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;

    2) обед; ужин;

    φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;

    3) обл аппетит;
    § άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φα(γ)ητό(ν)

  • 26 φως

    (γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό
    1) свет, освещение, огонь;

    φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;

    τεχνητό φως — искусственное освещение;

    ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;

    η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;

    ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;

    στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;

    στο т της σελήνης при свете луны;

    με το φως της λάμπας — при свете лампы;

    κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;

    2) (πλ. φώτα) огни;
    συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;

    χάνω το φως μου — терять зрение;

    4) свет, сийние;
    5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);

    φως μου! — светик мой!;

    7) жив. освещение;

    § φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;

    βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;

    βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;

    φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;

    έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;

    (ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;

    χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;

    του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φως

См. также в других словарях:

  • φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρνω — Ν βλ. φέρω …   Dictionary of Greek

  • φέρνω — βλ. φέρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαναπατρίζω — φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους …   Dictionary of Greek

  • καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»