-
1 φέρνω
-
2 φέρνω
(αόρ. έφερα, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα) 1. μετ.1) нести, носить; везти, возить;φέρνω μέσα — вносить; — ввозить;
φέρνω πίσω — возвращать, отдавать; — относить; — отвозить;
φέρνω κοντά — приближать;
2) см. φέρω 5;3) приводить; приглашать, вызывать;φέρνω (τον) γιατρό — вызывать врача;
φέρνω μάρτυρα — с) приглашать в качестве свидетеля; — б) перен. брать в свидетели;
§ φέρνω τον κατακλυσμό — сильно преувеличивать трудности, опасности;
ο λόγος το φέρνει — просто так, между прочим;
όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος — погов, год тих, а час лих;
2. αμετ. быть похожим, походить на...; иметь сходство с...; смахивать на... (разг);φέρν του πατέρα μου — походить на отца;
αυτό το χρώμα φέρνει στο κόκκινο — этот цвет похож на красный; — этот цвет ударяет в красный (разг)
-
3 φέρνω
getirmek -
4 φέρνω
1) amener2) apporter -
5 φέρνω
1) przynosić czas.2) przynoszenie (n) rzecz.3) sprowadzać czas. -
6 φέρνω
1) nést2) přinášet3) přinést4) přivádět5) přivést6) přivézt7) vynášet -
7 φέρνω
bringΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φέρνω
-
8 nést
φέρνω -
9 přinášet
φέρνω -
10 přinést
φέρνω -
11 přivádět
φέρνω -
12 přivést
φέρνω -
13 přivézt
φέρνω -
14 vynášet
φέρνω -
15 bring
φέρνω -
16 przynosić
φέρνω -
17 przynoszenie
φέρνω -
18 sprowadzać
φέρνω -
19 aksırtmak
φέρνω φτάρνισμίϊ -
20 muştulamak
φέρνω καλά νέα
См. также в других словарях:
φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέρνω — Ν βλ. φέρω … Dictionary of Greek
φέρνω — βλ. φέρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαναπατρίζω — φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους … Dictionary of Greek
καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό … Dictionary of Greek
δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ … Dictionary of Greek
προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek