-
21 угодничать
[ουγκόντνιτσατ"] ρ φέρνομαι με δουλ^πρέπεια -
22 фамильярничать
[φαμιλ'γιάρνιτσατ'] ρ φέρνομαι με οικειότητα -
23 бесстыдничать
ρ.δ.φέρνομαι με αναίδεια, αδιάντροπα κλπ. επίρ. -
24 блажить
-жу, -жишь, ρ.δ.(απλ.) κσυτοφέρνω, φέρνομαι ανόητα, ιδιότροπα, κακριτσώνω. -
25 вести
веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.1. μ. οδηγώ, προσάγω•вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.
|| βαδίζω επικεφαλής•вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.
|| οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.
3. κατευθύνω•все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.
4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•
они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.
5. φέρω, άγω• καταλήγω•куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;
μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.
6. απρόσ. σκεβρώνω•доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.
7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•вести протокол κρατώ πρακτικό•
вести дневник κρατώ ημερολόγιο•
вести записи κρατώ σημειώσεις•
вести огонь ανάβω φωτιά•
вести знакомство πιάνω γνωριμία•
вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•
вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•
вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•
вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).
εκφρ.вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•-утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.
2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.
3. απρόσ. υνηθίζεται•так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.
4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.
-
26 глупить
-плю, -пишьρ.δ.φέρνομαι κουτά, ανόητα, κάνω ανοησίες, κουταμάρες. -
27 грубить
-блю, -бишьρ.δ.φέρνομαι άγαρμπα, άσχημα, αγενως, απολίτιστα. -
28 грубиянить
ρ.δ. φέρνομαι ανάγωγα, άγρια. -
29 деликатничать
ρ.δ. φέρνομαι με λεπτότητα, με αβρότητα, με τρυφερότητα•довольно деликатничать φτάνουν οι τρυφερότητες.
-
30 держать
держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.1. κρατώ, βαστώ•держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.
|| εμποδίζω•кто меня -ит? ποιος με κρατάει;
μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•-йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•
держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•
держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.
|| μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.2. υποβαστάζω•балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.
|| συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•
держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.
4. κρατώ σε•держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.
|| παλ. συμπέριφέρνομαι.5. αφήνω•держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•
держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.
6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.
7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.
|| κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.
8. κατευθύνομαι•-и вправо! τράβα όλο δεξιά!
εκφρ.–и кармам (шире) – απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•держать себя в руках – συγκρατιέμαι•держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•держать экзамены – δίνω εξετάσεις•никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.
2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.
|| μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.3. στέκομαι•он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.
|| φέρομαι, συμπεριφέρομαι•он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.
4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•
ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.
5. (στρατ.) αντιστέκομαι•крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.
6. έχω κατεύθυνση•правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.
7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.
|| εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•
держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.
8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.9. διατηρούμαι.10. συγκρατιέμαι•она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.
εκφρ.только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•держать вместе – ενεργώ από κοινού•держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος. -
31 диктаторствовать
-ствуго, -ствуешь, ρ.δ.1. δικτατορεύω, είμαι δικτάτορας.2. φέρνομαι σαν δικτάτορας. -
32 доводить
-вожу, -водишь, ρ.δ.1. βλ. довести.2. (τεχ.) ετοιμάζω ολόπλευρα τη δουλιά (για μηχανή, εργοστάσιο κλπ.).1. βλ. довестись.2. μέ δοτ. φέρνομαι, κάνομαι για συγγενής. -
33 изуверствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.φέρνομαι σκληρά, απάνθρωπα. -
34 колобродить
-рожу, -родишь ρ.δ. (απλ.)1. περιφέρομαι άσκοπα, τριγυρίζω, γυρίζω σαν την άδικη κατάρα•колобродить всю ночь νυχτοκοπώ.
2. φέρνομαι αλλόκοτα, ιδιότροπα• καβγαδίζω, κάνω φασαρίες.3. μτφ. (για σκέψεις, αναμνήσεις) περιφέρομαι, πλανιέμαι. -
35 легкомысленничать
ρ.δ. φέρνομαι ελαφρδμυαλα. -
36 любезничать
ρ.δ. φέρνομαι φιλόφρονα, πρόσχαρα, κοπλιμεντάρω. -
37 миндальничать
ρ.δ. (με οργν.) φέρνομαι πολύ συναισθηματικά, μέχρι αηδίας. || φιλελευθερίζω υπερβολικά είμαι επιεικής υπέρ το δέον•миндальничать с врагом είμαι γενναιόφρονας προς τον εχθρό.
-
38 мирволить
ρ.δ. παλ. με δοτ. δείχνω επιείκια, φέρνομαι επιεικά. -
39 наплутовать
-тую, -туешьρ.σ. απατώ,φέρνομαι σαν απατεώνας• αγυρτεύω. -
40 нахальничать
ρ.δ. (συμπερι)φέρνομαι αναιδώς, αναισχυντώ αυθαδιάζω.
См. также в других словарях:
φέρνομαι — φέρνομαι, φέρθηκα, φερμένος βλ. πίν. 227 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παιδιαρίζω — φέρνομαι σαν παιδί: Έγινες ολόκληρος άντρας κι ακόμα παιδιαρίζεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέρομαι — φέρομαι, φέρθηκα βλ. πίν. 218 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέρω — φέρω, έφερα βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανδραΐζομαι — ἀνδραΐζομαι (Μ) ντύνομαι και φέρνομαι σαν άντρας … Dictionary of Greek
ασκυβάλιστος — η, ο (AM ἀσκυβάλιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν περιέχει σκύβαλα (για σιτηρά, καρπούς κ.λπ.) αρχ. μσν. εκείνος τον οποίο δεν τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση («ἀσκυβάλιστος Ἐκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκυβαλίζω «θεωρώ κάποιον ή κάτι ως… … Dictionary of Greek
δολιεύομαι — (AM δολιεύομαι) φέρνομαι δόλια, με πανουργία αρχ. βλάπτω κάποιον με δόλο … Dictionary of Greek
δολιώ — δολιῶ ( όω) (Α) 1. φέρνομαι σε κάποιον με πανουργία 2. είμαι δόλιος, πανούργος … Dictionary of Greek
δυστροπώ — ( έω) είμαι δύστροπος, φέρνομαι δύστροπα … Dictionary of Greek
σοβαρεύομαι — σοβαρεύομαι, σοβαρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σοβαρεύω, σοβαρεύομαι : η έννοια διαφοροποιείταιαπό την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το σοβαρεύω σημαίνει → γίνομαι σοβαρός ή παίρνω σοβαρό ύφος. Το σοβαρεύομαι σημαίνει φέρνομαι, ενεργώ με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής