-
1 φαττιον
τό голубок, голубка Arph. -
2 βατιον
τό Arph. = βάτος I (v. l. к φάττιον и φάβιον) -
3 υποκοριζομαι
дор. ὑποκουρίζομαι1) лепетать как ребенок, ласкательно называть Plut.ὑ. τινὰ νηττάριον καὴ φάττιον Arph. — называть кого-л. уточкой и голубкой
2) называть смягченным словом, выражаться эвфемистически Dem., Plut.ἄνοιαν ὑποκοριζόμενοι καλοῦμεν ὡς εὐήθειαν Plat. — простоватость мы (иногда) мягко называем добродушием
3) рит. употреблять уменьшительные имена Arst.4) умалять, уничижать -
4 φαβιον
См. также в других словарях:
φάττιον — neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάττιον — τὸ, Α βλ. φάσσιον … Dictionary of Greek
φάττια — φάττιον neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσσιον — το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α [φάσσα / φάττα] 1. υποκορ. τού φάσσα («ἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.) 2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek