Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Немецкий
- Русский
υῖα/xx
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
υἷα — υἱός huihus masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπ(ι)υΐα — Λιπ(ι)υΐα, ἡ (Α) (για τη Λιβύη) χώρα από την οποία λείπουν οι βροχές … Dictionary of Greek
κατεαγώς — υία, ός (ΜΑ κατεαγώς, υῑα, ός) βλ. κατάγνυμι … Dictionary of Greek
κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος … Dictionary of Greek
συνειδώς — υία, ός / συνειδώς, υῑα, ός, ΝΑ βλ. σύνοιδα … Dictionary of Greek
πήχυιος — υία, ον, Α 1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» ελάχιστος χρόνος, Μίμν.) 3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα»… … Dictionary of Greek
προβεβηκώς — υία, ός, Ν βλ. προβαίνω … Dictionary of Greek
υἷ' — υἷα , υἱός huihus masc acc sg (epic) υἷι , υἱός huihus masc dat sg (epic) υἷε , υἱός huihus masc nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… … Dictionary of Greek
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… … Dictionary of Greek