-
41 Εἰλείθυια
Meaning: Name of the birthgoddes(ses), often in plur (Ion.-Att.). Also Έλείθυια (Pi., inscr.), Εἰλήθυια (Call., Paus. a. o.), Έλεύθυια (Cret.), Έλευθίη (Paros), Έλευθία, with assibilation Έλευσία (Lakon.); and other variants. Short form Έλευθώ (AP a. o.) and quite different Εἰλιόνεια (Plu. 2, 277b; correct?). On the forms Kalén Quaest. gramm. graecae 8 A. 1.Dialectal forms: Myc. EreutijaOrigin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. If. 'Ελεύθυια is the old form, through dissimilation (or after 'Ωρείθυια?; s. Kalén l. c.) Έλείθυια and, with metr. lengthening, Εἰλείθυια? Schulze Q. 260f. connects ἐλευθ- with ἐλεύσομαι, ἤλυθον. Wackernagel too (s. Nilsson Gr. Rel. I2, 313) starts from Έλεύθυια, which he considers because of the PN Έλευθέρνα as Pre-Greek. Also Güntert Kalypso 38 n. 3, 258 takes Ε(ἰ)λείθυια as Pre-Greek, which was adapted to ἐλεύθ-ω `bring' (Dor.;) as `who brings forth' vgl. Lat. Fortuna: ferre).-Not with Theander (s. Nilsson l.c. n 11) to ελελευ. Diff. Vürtheim; s. the criticism by Kretschmer Glotta 16, 192; also Kerenyi Saeculum 1,241. Beekes, Studies Watkins 24f, shows that the suffix - υια is Pre-Greek.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Εἰλείθυια
-
42 εἰδώς
εἰδώς, υῖα, ός s. οἶδα.
См. также в других словарях:
υἷα — υἱός huihus masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπ(ι)υΐα — Λιπ(ι)υΐα, ἡ (Α) (για τη Λιβύη) χώρα από την οποία λείπουν οι βροχές … Dictionary of Greek
κατεαγώς — υία, ός (ΜΑ κατεαγώς, υῑα, ός) βλ. κατάγνυμι … Dictionary of Greek
κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος … Dictionary of Greek
συνειδώς — υία, ός / συνειδώς, υῑα, ός, ΝΑ βλ. σύνοιδα … Dictionary of Greek
πήχυιος — υία, ον, Α 1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» ελάχιστος χρόνος, Μίμν.) 3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα»… … Dictionary of Greek
προβεβηκώς — υία, ός, Ν βλ. προβαίνω … Dictionary of Greek
υἷ' — υἷα , υἱός huihus masc acc sg (epic) υἷι , υἱός huihus masc dat sg (epic) υἷε , υἱός huihus masc nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… … Dictionary of Greek
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… … Dictionary of Greek