-
21 στάχυς,-υος
+ ὁ N 3 12-3-2-2-0=19 Gn 41,5.6.7(bis).22ear of corn Gn 41,5; corn Jgs 15,5Cf. CAIRD 1969=1972 146-147(JgsB 12,6); WEVERS 1990 343(Ex 22,5) -
22 ὗς, ὑός
+ ὁ N 3/ἡ 2-3-0-1-0=6 Lv 11,7; Dt 14,8; 2 Sm 17,8; 1 Kgs 20(21),19; 22,38wild swine; see σῦςCf. SHIPP 1979, 209-210 -
23 αχλύς
(-ύος) η прям., перен. дымка, туман;οτκεπασμένος με αχλύ — подёрнутый дымкой
-
24 βότρυς
(-υος) ο гроздь, кисть -
25 δρύς
(-υός) ή, ό дуб -
26 εριν(ν)ύς
-
27 εριν(ν)ύς
-
28 ιγνύς
(-ύος) η анат. подколенная ямка -
29 ιλύς
-
30 ισχύς
(-ύος) η1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;
η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;
στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;
2) влияние, могущество;3) юр. действие, действительность; законность, сила;ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;
τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;
η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;
θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);
αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;
4) физ. мощность;κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;
ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт
-
31 ιχθύς
(-ύος) ο рыба -
32 κλιτύς
(-ύος) η склон (горы); скат; откос -
33 λιγνύς
(-ύος) η сажа, копоть -
34 ξύριχθυς
(-υος) ο, ξύρίχι τό осётр -
35 οσφύς
(-ύος) η поясница; талия -
36 οφρύς
(-ύος) η уст. бровь -
37 περίδακρυς
(-υος), υς, υ плачущий, обливающийся слезами, весь в слезах -
38 πίτυς
(-υος) η пиния, итальянская сосна -
39 πληθύς
-
40 πολύδακρυς
(-υος), υς, υ, πολύδάκρυτος, η, ο [ος, ον ] сопровождаемый потоками слёз; заставляющий проливать много слёз
См. также в других словарях:
ὑός — ὗς the wild swine masc/fem gen sg υἱός huihus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανοβότρυς — υος, ο βοτ. σύνθετη ταξιανθία από θυσάνους (φούντες) και βότρυς (τσαμπιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βότρυς] … Dictionary of Greek
πεντακοσιοστύς — ύος, ἡ ΜΑ άθροισμα ή ποσότητα πεντακοσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + επίθημα (σ)τύς (πρβλ. εκατο στύς, μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντεχιλιοστύς — ύος, ἡ, Μ η αφηρημένη έννοια τού αριθμού πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + χίλιοι + επίθημα στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντηκοστύς — ύος, ἡ, Α 1. σύνολο πενήντα ομοειδών μονάδων 2. υποδιαίρεση, μονάδα τού σπαρτιατικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο ντα + κατάλ. στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πιτύμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος αρουραίων που απαντούν και στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
πλαγκτύς — ύος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + επίθημα τύς (πρβλ. οργη τύς)] … Dictionary of Greek
πληθύς — ύος, ἡ, ΜΑ πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)] … Dictionary of Greek
ποθητύς — ύος, ἡ, Α σφοδρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα ητ ύς] … Dictionary of Greek
πρακτύς — ύος, ή, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τύς (πρβλ. αρπακ τύς)] … Dictionary of Greek
πτερόμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος σκίουρων που έχουν την ικανότητα να αεροολισθαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteromys (< πτερό + μυς)] … Dictionary of Greek