Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

υός

См. также в других словарях:

  • ὑός — ὗς the wild swine masc/fem gen sg υἱός huihus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανοβότρυς — υος, ο βοτ. σύνθετη ταξιανθία από θυσάνους (φούντες) και βότρυς (τσαμπιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βότρυς] …   Dictionary of Greek

  • πεντακοσιοστύς — ύος, ἡ ΜΑ άθροισμα ή ποσότητα πεντακοσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + επίθημα (σ)τύς (πρβλ. εκατο στύς, μυριο στύς)] …   Dictionary of Greek

  • πεντεχιλιοστύς — ύος, ἡ, Μ η αφηρημένη έννοια τού αριθμού πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + χίλιοι + επίθημα στύς (πρβλ. μυριο στύς)] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστύς — ύος, ἡ, Α 1. σύνολο πενήντα ομοειδών μονάδων 2. υποδιαίρεση, μονάδα τού σπαρτιατικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο ντα + κατάλ. στύς (πρβλ. μυριο στύς)] …   Dictionary of Greek

  • πιτύμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος αρουραίων που απαντούν και στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτύς — ύος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + επίθημα τύς (πρβλ. οργη τύς)] …   Dictionary of Greek

  • πληθύς — ύος, ἡ, ΜΑ πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)] …   Dictionary of Greek

  • ποθητύς — ύος, ἡ, Α σφοδρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα ητ ύς] …   Dictionary of Greek

  • πρακτύς — ύος, ή, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τύς (πρβλ. αρπακ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • πτερόμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος σκίουρων που έχουν την ικανότητα να αεροολισθαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteromys (< πτερό + μυς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»