-
1 ὑός
-
2 υος
ὁ = ὑιός -
3 υός
-
4 ὑός
-
5 ὑός
-
6 ὑός
ὁ υἱός / ὑός gen. υἱοῦ / υἱέος сын -
7 υος
κάνδυς, υοςGrammatical information: m.Meaning: `a mantel with sleeves, worn by Persians' (X.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.Etymology: Happ, IF 68,1963, 99. From OP * kantu-, Szemerényi, Scr. Min. IV, 2034f. (1980)Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > υος
-
8 ὑος-κυαμάω
ὑος-κυαμάω, (vom Genusse des Bilsenkrautes) rasen, Pherecrat. in VLL.
-
9 ὑος-κύαμος
ὑος-κύαμος, ὁ (eigtl. Saubohne), das Bilsenkraut, dessen Genuß Schwindel und Wahnsinn erregt; Xen. Oec. 1, 13; vgl. Plut. Demetr. 20.
-
10 βότρυς,-υος
+ ὁ N 3 8-0-2-3-1=14 Gn 40,10; Nm 13,23(bis).24(bis)bunch of grapes, cluster Gn 40,10φάραγξ βότρυος gorge or canyon of the cluster Nm13,24 -
11 ἰλύς,-ύος
ἡ N 3 0-0-0-2-0=2 Ps 39(40),3; 68(69),3mud, mireCf. WALTERS 1973 77-78.295-296 -
12 ἰσχύς,-ύος
+ ἡ N 3 25-58-94-106-75=358 Gn 4,12; 31,6; 49,3; Ex 9,16; 15,6possessions Hos 7,9κατ᾽ ἰσχύν perforce Ex 32,18*2 Chr 3,17 Ἰσχύς strength-עז for MT בעז Boaz; *Is 47,5 ἰσχύς strength-גבורה for MT גברת lady; *Hos 6,9 ἰσχύς σου your strength-כחך for MT כחכי ambushing?; *Jb 4,2 ἰσχὺν δέ but the force-וערץ for MT ועצר but refrainsee ἴσχυσιςCf. GEHMAN 1951=1972 99; GRUNDMANN 1932; LE BOULLUEC 1989, 324; MURAOKA 1990b, 41-42;WALTERS 1973, 331; WEVERS 1990, 232; →NIDNTT; TWNT -
13 ἰχθύς,-ύος
+ ὁ N 3 7-1-11-6-23=48 Gn 1,26.28; 9,2; Ex 7,18.21 -
14 κόνδυ,-υος
τό N 3 7-0-2-0-0=9 Gn 44,2.5.9.10.12Cf. CAIRD 1969=1972 134(Gn 44,2); CUNEN 1959, 396-404; HARL 1986a, 286(Gn 44,2); LEE, J. 1983,116; WEVERS 1993, 740 -
15 ὀσφύς,-ύος
+ ἡ N 3 9-11-30-9-7=66 Gn 35,11; 37,34; Ex 12,11; 28,42; Lv 3,9waist, loins Gn 37,34; id. (as the place of reproductive organs) Gn 35,11*Is 15,4 ἡ ὀσφύς the loins-ַחְלֵצי (subst. cstr. pl.) for MT ֲחֻלֵצי (part.) equipped for war?Cf. HARLÉ 1988, 92; →TWNT -
16 ὀφρύς,-ύος
+ ἡ N 3 1-0-0-0-0=1 Lv 14,9 -
17 πίτυς,-υος
ἡ N 3 0-0-2-0-0=2 Ez 31,8; Zech 11,2 -
18 πληθύς,-ύος
ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 3 Mc 4,17 -
19 πολύδακρυς,-υος
A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 5,25 -
20 σίκυς,-υος
ὁ N 3 1-0-0-0-0=1 Nm 11,5Cf. DORIVAL 1994, 288; TOV 1979, 221; →CHANTRAINE (sub σικύα); FRISK (sub σικύα)
См. также в других словарях:
ὑός — ὗς the wild swine masc/fem gen sg υἱός huihus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσανοβότρυς — υος, ο βοτ. σύνθετη ταξιανθία από θυσάνους (φούντες) και βότρυς (τσαμπιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βότρυς] … Dictionary of Greek
πεντακοσιοστύς — ύος, ἡ ΜΑ άθροισμα ή ποσότητα πεντακοσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι + επίθημα (σ)τύς (πρβλ. εκατο στύς, μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντεχιλιοστύς — ύος, ἡ, Μ η αφηρημένη έννοια τού αριθμού πέντε χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + χίλιοι + επίθημα στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πεντηκοστύς — ύος, ἡ, Α 1. σύνολο πενήντα ομοειδών μονάδων 2. υποδιαίρεση, μονάδα τού σπαρτιατικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο ντα + κατάλ. στύς (πρβλ. μυριο στύς)] … Dictionary of Greek
πιτύμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος αρουραίων που απαντούν και στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
πλαγκτύς — ύος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ τού πλάζω* + επίθημα τύς (πρβλ. οργη τύς)] … Dictionary of Greek
πληθύς — ύος, ἡ, ΜΑ πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)] … Dictionary of Greek
ποθητύς — ύος, ἡ, Α σφοδρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα ητ ύς] … Dictionary of Greek
πρακτύς — ύος, ή, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τύς (πρβλ. αρπακ τύς)] … Dictionary of Greek
πτερόμυς — υος, ο, Ν ζωολ. γένος σκίουρων που έχουν την ικανότητα να αεροολισθαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteromys (< πτερό + μυς)] … Dictionary of Greek