-
21 заклясть
-кляну, -клянешь, παρλθ.. χρ. заклял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заклятый, βρ: -лят, -а, -оρ.σ.βλ. заклинать (1, 3 σημ.).1. ορκίζομαι, κάνω ή δίνω όρκο• υπόσχομαι, τάζω.2. αρχίζω να ορκίζομαι. -
22 кормить
кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ. μ.1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•
кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•
кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•
кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•
кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•
кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.
|| θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•кормить грудью βυζαίνω•
сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.
2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•
дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.
εκφρ.кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.
-
23 короб
-а, πλθ. короба κ. παλ. коробы α.1. κουτί• καλάθι.2. αμάξωμα, καροσερί.3. –ом επίρ. ανορθωμένα, στραβωμένα, φουσκωμένα.εκφρ.целый короб (вестей, новостей) – πάρα πολλά νέα•с три -а (наговорить, наобещать), – πάρα πολύ• με το τσουβάλι (λέγω, υπόσχομαι). -
24 надавать
-даю, -дашь, προστκ. надавайρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) δίνω•надавать обещаний δίνω υποσχέσεις, υπόσχομαι πολλά.
-
25 насулить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насуленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ. (απλ.) υπόσχομαι, τάζω πολλά. -
26 обнадёжить
-жу, -жишьρ.σ.μ. δίνω, παρέχω, εμπνέω ελπίδες• υπόσχομαι. -
27 предвещать
ρ.δ.μ.1. βλ. предсказать.2. προμηνύω, προαναγγέλλω υπόσχομαι• λέω•это не -ает ничего αυτό δε λέει τίποτε το καλό.
προλέγομαι, προμηνύομαι, προαναγγέλλομαι. -
28 ты
тебя, тебе κ. (απλ.) те, тебя κ. (απλ.) те, тя, тобой, о тебе προσωπ. αντωνυμία 2ου προσώπου ενκ.εσύ•я и ты εγώ κι εσύ•
ты сам εσύ ο ιδιος•
я тебе говорю, не слышишь? εγώ εσένα μιλώ, δεν ακούς;•
тебя все лгобят εσένα όλοι σε αγαπούν•
я даю тебе слово σου δίνω το λόγο μου (σου υπόσχομαι)•
я пойду только с тобой θα πάω μόνο μ εσένα•
что с тобой? τι σου συνέβηκε; τι έπαθες; τι έχεις;•
мне говорили о тебе μου μιλούσαν για σένα.
|| ну тебя! άφησε με, ξεφορτώσου με•на тебе! ωρίστε μας! νά σου!•
быть с кем на ты ή говорить на ты μιλώ στον ενικό (για οικεία πρόσωπα)•
выпить на ты βλ. брудершафт.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υπόσχομαι — υπόσχομαι, υποσχέθηκα βλ. πίν. 169 Σημειώσεις: υπόσχομαι : η μτχ. υποσχεμένος, που αναφέρεται σε ορισμένα λεξικά, δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Ο λόγιος τύπος απαντάται ως ουσιαστικό (τα υπεσχημένα → αυτά που έχει υποσχεθεί κάποιος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπόσχομαι — Ν (διαλ. τ.) υπόσχομαι. ὑπόσχομαι ΝΜ βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ. γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. παρέχω … Dictionary of Greek
υπόσχομαι — υποσχέθηκα, υποσχεμένος 1. διαβεβαιώνω ότι θα πράξω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω: Υποσχέθηκα στο παιδί να του πάω δώρο. 2. δίνω ελπίδες, κάνω κάποιον να ελπίσει: Ο νέος αυτός ζωγράφος υπόσχεται λαμπρό μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek
επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… … Dictionary of Greek
επαρώμαι — ἐπαρῶμαι, άομαι (Α) 1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῑναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.) 3. υπόσχομαι επί πλέον.… … Dictionary of Greek
καθυπισχνούμαι — καθυπισχνοῡμαι, έομαι (AM) (επιτατ. τού υπισχνούμαι) 1. υπόσχομαι («τοὺς δικαστὰς τοῑς ἀνοήτοις καθυπισχνούμενος», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καθυπισχνεῑτο ὡμολογεῑτο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ισχνοῡμαι «υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
καθυπόσχομαι — (Μ) (επιτατ. τού υπόσχομαι) διαβεβαιώνω, υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπό σχομαι] … Dictionary of Greek
καταινώ — καταινῶ, έω (Α) 1. συμφωνώ, επιδοκιμάζω 2. συμφωνώ με κάποιον όρο 3. αποδέχομαι, υπόσχομαι, ομολογώ 4. υπόσχομαι 5. αρραβωνιάζω θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰνῶ «συγκατατίθεμαι» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek
καταφατίζω — (Α) δηλώνω, υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φατίζω «δηλώνω, υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek