-
1 ὑποκριτής
ὑποκριτής, οῦ, ὁ (ὑποκρίνω; Aristoph., X., Pla.+; ins; PEdg 71 [=Sb 6777], 44 mostly in the sense ‘play-actor, role-player’; so also EpArist 219; Tat. 22, 1) in our lit. only metaph. actor, in the sense pretender, dissembler (Achilles Tat. 8, 8, 14; 8, 17, 3; Artem. 2, 44 p. 148, 3 in the marginal note of a ms.; Jos., Bell. 2, 587 ὑποκριτὴς φιλανθρωπίας; Did., Gen. 122, 9.—Job 15:34 Aquila and Theod. of the godless [=LXX ἀσεβής]; 20:5 Aquila [=LXX παράνομος]; 34:30 and 36:13 Theod.) Mt 6:2, 5, 16 (in these three passages the dramatic aspect ‘play-actor’ is strongly felt); 7:5; 15:7; 16:3 v.l.; 22:18; 23:13–15, 23, 25, 27, 29; 24:51; Mk 7:6; Lk 6:42; 11:39 D; 12:56; 13:15; Hs 8, 6, 5; 9, 18, 3; 9, 19, 2; D 2:6; 8:1f.—PJoüon, Ὑποκριτής dans l’Evang.: RSR 20, 1930, 312–17; DMatheson, ET 41, 1930, 333f; LMarshall, Challenge of NT Ethics ’47, 60f; BZucchelli, ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ, Origine e storia del termine ’62; RBatey, Jesus and the Theatre: NTS 30, ’84, 563–74; AStock, Jesus, Hypocrites, and Herodians: BTB 16, ’86, 3–7 (theaters in many Palestinian localities).—DNP V 810–12. M-M. -
2 υποκριτής
-
3 ὑποκριτής
-
4 υποκριτης
- οῦ ὅ1) толкователь(τῆς φαντάσεως Plat.; ὀνείρων Luc.)
2) актер Arph., Plat., Plut.3) песнопевец, декламатор4) притворщик, лицемер NT.ὑποκριταὴ φιλίας Plut. — симулирующие дружбу
-
5 υποκριτής
υποκριτής οлицемер -
6 ὑποκριτής
{сущ., 20}притворщик, лицемер, симулянт.Ссылки: Мф. 6:2, 5, 16; 7:5; 15:7; 16:3; 22:18; 23:13-15, 23, 25, 27, 29; 24:51; Мк. 7:6; Лк. 6:42; 11:44; 12:56; 13:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑποκριτής
-
7 υποκριτής
{сущ., 20}притворщик, лицемер, симулянт.Ссылки: Мф. 6:2, 5, 16; 7:5; 15:7; 16:3; 22:18; 23:13-15, 23, 25, 27, 29; 24:51; Мк. 7:6; Лк. 6:42; 11:44; 12:56; 13:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υποκριτής
-
8 υποκριτής
ο, υποκρίτρια η1) лицемер, -ка; притворщи|к, -ца; 2) симулянт, -ка; 3) актёр, актриса -
9 ὑποκριτής
притворщик, лицемер, симулянт.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑποκριτής
-
10 ὑποκριτής
ὁ ὑπο|κριτής, οῦ 1. актер, лицедей; 2. притворно исповедующий что-либо, лицемер (ср. англ. hypocrite) -
11 ὑποκριτής
-
12 υποκριτής
[ипокритис] ουσ. а. лицемер, актер, артист,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποκριτής
-
13 ὑποκριτής
-οῦ + ὁ N 1 0-0-0-2-0=2 Jb 34,30; 36,13hypocrite, impious personCf. ARGYLE 1964, 113-114; HATCH 1889, 91-93; SPICQ 1982, 655-657; →NIDNTT; TWNT -
14 υποκριτής
[ипокритис] ουσ α лицемер, актер, артист. -
15 ὑποκριτής
A one who answers:II in [dialect] Att., one who plays a part on the stage, actor, Ar.V. 1279, Pl.R. 373b, Chrm. 162d, Smp. 194b, X. Mem.2.2.9, etc.2 of an orator, ποικίλος ὑ. καὶ περιττός (of Dem.) Phld.Rh.1.197 S.; one who delivers, recites, declaimer,ἐπῶν Tim.Lex.
s.v. ῥαψῳδοί; rhapsodist, D.S.14.109, 15.7; this sense or sense 11.1 is possible in PCair.Zen.4.44 (iii B. C.).3 metaph., pretender, dissembler, hypocrite, LXX Jb.34.30, 36.13, Ev.Matt.23.13, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκριτής
-
16 ὑποκριτής
ὑπο-κριτής, ὁ, der Bescheid gibt, dah. der Ausleger der Träume, Erklärer. Gew. der Schauspieler. Auch der Heuchler -
17 υποκριτής
лицемерГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > υποκριτής
-
18 υποκριτής
hypocrite -
19 hypocrite
υποκριτής -
20 ikiyüzlü
υποκριτής, υποκριτικός
См. также в других словарях:
ὑποκριτής — one who answers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκριτής — ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν [ὑποκρίνομαι] 1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός 2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται αρχ. 1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι 2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων… … Dictionary of Greek
υποκριτής — ο θηλ. ίτρια 1. ο ηθοποιός, ο καλλιτέχνης του θεάτρου. 2. αυτός που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα, ο διπρόσωπος: Μην του έχεις εμπιστοσύνη είναι υποκριτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ГИПОКРИТ — • Ύποκριτής; см. Scenici ludi, Театральные представления, 6 … Реальный словарь классических древностей
ὑποκριταῖς — ὑποκριτής one who answers masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριταί — ὑποκριτής one who answers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτοῦ — ὑποκριτής one who answers masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτῇ — ὑποκριτής one who answers masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτήν — ὑποκριτής one who answers masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτῶν — ὑποκριτής one who answers masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek