-
1 υποψηφιότητα
[-ης (-ητος)] η кандидатура;βάζω ( — или θέτω, υποβάλλω) υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру;
αποσύρω την υποψηφιότητα μου снять свою кандидатуру -
2 кандидатура
кандидатура ж η υποψη φιότητα* выставить (снять) свою \кандидатурау υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητα μου выдвину! ь чью-л. \кандидатурау προ τείνω υποψήφιο* * *жη υποψηφιότηταвы́ставить (снять) свою́ кандидату́ру — υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητά μου
вы́двинуть чью-л. кандидату́ру — προτείνω υποψήφιο