-
1 υπεροπτικός
[ипэроптикос] εκ. надменный, высокомерный, презрительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπεροπτικός
-
2 надменный
-
3 надменный
επ., βρ: мнен, -мнна, -мнноυπεροπτικός, αλλαζονικός, φαντασμένος•надменный тон υπεροπτικός τόνος•
надменный взгляд υπεροπτικό βλέμμα.
-
4 важный
важныйприл1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:\важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:\важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο. -
5 высокомерный
высокомер||ныйприл ὑπεροπτικός, ἐπηρμένος, ἀλαζὠν, φαντασμένος, ψηλομύτης. -
6 горделивый
горд||ели́выйприл ἀγέρωχος, ὑπεροπτικός, ὑπερήφανος. -
7 гордый
го́рд||ыйприл ὑπερήφανος/ ὑπεροπτικός, ψηλομύτης (высокомерный). -
8 неприступный
непристу́пн||ыйприл1. ἀπρόσιτος / ἀπόρθητος (о крепости)·2. (о человеке) ὑπεροπτικός, (6)περήφανος:с \неприступныйым видом μέ ὑπεροπτικό ὕφος. -
9 чванливый
чван||ли́выйприл φαντασμένος, ξιππασμένος, ἀλαζώνας, ὑπεροπτικός, κομπορρήμων. -
10 высокомерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноυπεροπτικός, αλλαζονικός, υφηλόφρονας•высокомерный человек υπερόπτης, αλλάζων, φαντασμένος, οιηματίας.
-
11 гордый
επ., βρ: горд, -а, -о, πλθ. горды κ. горды.1. περήφανος•гордый человек περήφανος άγθρωπος•
гордый взгляд περήφανο βλέμμα.
2. αυτάρεσκος, καμαρωτός.3. ακατάδεχτος• υπεροπτικός, υπερόπτης. -
12 заносчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оαλαζω-νικός, υπεροπτικός. -
13 надутый
επ. από μτχ.1. φουσκωμένος, εξογκωμένος, διογκωμένος•-ые жилы руки οι φουσκωμένες φλέβες του χεριού•
-ые почки φουσκωμένα μπουμπούκια.
2. μτφ. κορδωμένος, καμαρωτός υπεροπτικός, περήφανος.3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης• παραφουσκωμένος• κομπαστικός.4. πικρόχολος• κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, βαρύθυμος. -
14 напыщенный
επ., βρ: -щен, -а, -о.1. υψηλόφρονας, υπεροπτικός• περήφανος.2. στομφώδης, πομπώδης φουσκωμένος, εξογκωμένος. -
15 неприступный
επ.απρόσιτος, απλησίαστος, απροσέγγιστος•-ая высота απρόσιτο ύψος•
утс απρόσιτος βράχος (γκρεμός).
|| απόρθητος•-ая крепость απόρθητο φρούριο.
|| μτφ. υπεροπτικός, αλλαζονικός, υπερφίαλος•неприступный вид υπεροπτικό ύφος.
-
16 снисходительный
επ., βρ: -лен, -льна, -на1. επιεικής, συγκαταβατικός• καλόβολος.2. ευμενής.3. υπεροπτικός.
См. также в других словарях:
ὑπεροπτικός — contemptuous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροπτικός — ή, ό / ὑπεροπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό… … Dictionary of Greek
υπεροπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αρμόζει σε υπερόπτη, ο αλαζονικός: Υπεροπτικό ύφος. 2. αυτός που βρίσκεται ανατομικά πάνω από το οπτικό χίασμα: Υπεροπτικό κόλπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεροπτικά — ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc pl ὑπεροπτικά̱ , ὑπεροπτικός contemptuous fem nom/voc/acc dual ὑπεροπτικά̱ , ὑπεροπτικός contemptuous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτερον — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial comp ὑπεροπτικός contemptuous masc acc comp sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικῶν — ὑπεροπτικός contemptuous fem gen pl ὑπεροπτικός contemptuous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικόν — ὑπεροπτικός contemptuous masc acc sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτατα — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial superl ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικώτατον — ὑπεροπτικός contemptuous masc acc superl sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικοί — ὑπεροπτικός contemptuous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροπτικοῦ — ὑπεροπτικός contemptuous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)