-
21 непомерный
[νιπαμιέρνυΐ] εκ. υπερβολικός -
22 баснословный
[μπασνασλόβνυϊ] επ υπερβολικός -
23 непомерный
[νιπαμιέρνυϊ] επ υπερβολικός -
24 вздутый
επ.1. φουσκωμένος, διογκωμένος, εξογκωμένος.2. μτφ. υπερβολικός, υπέρογκος, υψηλός•-ые цены υπέρογκες (παραφουσκωμένες) τιμές.
-
25 гиперболический
επ.υπερβολικός. -
26 гиперболичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноυπερβολικός•-ая оценка υπερβολική εκτίμηση.
-
27 дифирамб
-
28 дутый
επ.1. φυσητός, γεμάτος αέρα, κούφιος, άδειος, κενός. || φουσκωμένος.2. μτφ. υπερβολικός•-ые цифры παραφουσκωμένοι αριθμοί.
-
29 завышенный
επ. από μτχ.υπερβολικός, υπέρμετρος, εξογκωμένος, παραφουσκωμένος. -
30 звериный
επ.1. του θηρίου•-ые следы ίχνη θηρίου•
-ые когти νύχια θηρίου.
2. μτφ. σκληρός, θηριώδης, κτηνώδης•-ые инстинкты κτηνώδη ένστικτα•
-ая ненависть άγριο (θανάσιμο) μίσος.
|| υπέρμετρος, υπερβολικός•-ая тоска σπαραγμός.
εκφρ.звериный стиль (ή орнамент) – θήρεια γραφή. -
31 зверский
επ.1. βλ. звериный.2. θηριώδης, άγριος, σκληρός, θηριόψυχος, απάνθρωπος.3. υπερβολικός, πολύ δυνατός, γερός•зверский аппетит κυνορεξία•
-ая жара υπερβολική ζέστη.
-
32 излишний
-яя, -ее, βρ: -шен, -шня, -шне.1. περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερβολικός•-ее любопытство υπερβολική περιέργεια•
-ие подробности περιττές λεπτομέρειες•
-яя роскошь περίσσια πολυτέλεια•
его при-суствие -е η παρουσία του είναι περιττή.
2. άδικος, χαμένος, άχρηστος. -
33 лихорадочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. πυρετικός, του πυρετού, πυρετώδης•лихорадочный озноб πυρετός με ρίγος•
лихорадочный жар φλόγα (ζέση) πυρετού•
лихорадочный румянец κοκκίνισμα από τον πυρετό•
-бред παραλήρημα από τον πυρετό•
лихорадочный пароксизм παροξυσμός πυρετού.
2. μτφ; υπερβολικός, έντονος, εντατικός•-ое движение πυρετώδης κίνηση•
-ая подготовка πυρετώδης προετοιμασία•
-ое состояние κατάσταση εκνευρισμού (έξαψης).
|| ταραγμένος, ανήσυχος. -
34 невероятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. απίθανος, απίστευτος• μυθώδης.2. πολύ δυνατός (μεγάλος), υπερβολικός, εξαιρετικός•-успех εξαιρετική επιτυχία•
-ая боль πολύ δυνατός (μεγάλος) πόνος.
-
35 непомерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноυπέρμετρος, υπερβολικός•-ая толщина υπερβολική παχυσαρκία (υπερβολικό πάχος)•
-бш тр-бования υπερβολικές απαιτήσεις.
-
36 преувеличенный
επ. από μτχ.μεγαλοποιημένος, υπερβολικός, υπέρμετρος, υπέρογκος, παραφουσκωμένος. -
37 раздутый
επ. από μτχ.1. φουσκωμένος•-ое лицо φουσκωμένο πρόσωπο•
раздутый живот φουσκωμένη κοιλιά•
-ые паруса φουσκωμένα πανιά.
2. μτφ. υπερβολικός, μεγαλοποιημένος, υπεραυξημένος, παραφουσκωμένος. -
38 чрезмерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.υπερβολικός, υπέρμετρος, άκρος•-ые требования υπερβολικές απαιτήσεις ή διεκδικήσεις.
-
39 шальной
επ.1. μωραμένος, ξεκουτιάρης, παλαβός, -μένος.2. συσκοτισμένος, θολός• συγκεχυμένος.3. παράλογος, παράφρονος. || μτφ. ακράτητος, αχαλίνωτος• υπερβολικός, υπέρμετρος.4. αδέσποτος, τυχαίος, άγνωστης προέλευσης•-ая пуля αδέσποτη σφαίρα.
εκφρ.- ая голова – ο ξεκουτιάρης,. ο άμυαλος•- ые деньги – τα τυχερά χρήματα (ανεμομαζώματα). -
40 яростный
επ., βρ: -тен -тна -тно.1. μανιασμένος, μανιώδης, εμμανής• εξαγριωμένος, αποθηριωμένος, πυρ και μανία.2. σφοδρός, ορμητικός. || δυνατός, ισχυρός• υπερβολικός, υπέρμετρος.3. βλ. ярый (3 σημ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπερβολικός — hyperbolical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβολικός — ή, ό / ὑπερβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπερβολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.) νεοελλ. 1. αυτός που υπερβαίνει… … Dictionary of Greek
υπερβολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ξεπερνάει το κανονικό, το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο: Υπερβολική ταχύτητα. 2. (για πράγματα), αυτός που γίνεται ή λέγεται με υπερβολή: Υπερβολική αξίωση. 3. (για πρόσωπα), αυτός που λέει υπερβολές, που μεγαλοποιεί τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικώτερον — ὑπερβολικός hyperbolical adverbial comp ὑπερβολικός hyperbolical masc acc comp sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικῶν — ὑπερβολικός hyperbolical fem gen pl ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικόν — ὑπερβολικός hyperbolical masc acc sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικαῖς — ὑπερβολικός hyperbolical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικαί — ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικοῖς — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικοῦ — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)