-
21 заплывать
заплывать Iнесов κολυμβώ, περνώ κολυμπώντας (о пловце)/ πλέω (о судне).заплывать IIнесов (жиром) παραχον-τραίνω, παχαίνω ὑπερβολικά. -
22 крайие
крайи||енареч πάρα πολύ, ἄκρως, είς ἄκρον, ὑπερβολικά:\крайие важно πάρα πολύ σοβαρό. -
23 крайность
крайност||ьж1. ἡ ὑπερβολή, ἡ ἀκρό-τητα [-ης]:впадать в \крайность φθάνω είς τά ἄκρα·2. (тяжелое положение) ἡ Εσχατη ἀνάγκη· ◊ до \крайностьи πέραν τοῦ δέοντος, ὑπερβολικά. -
24 мера
мер||аж1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:\мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον. -
25 мнительнцостьый
мни́тельнцость||ыйприл ὑπερβολικά, ἐξαιρετικά ἐμφροντις, δύσπιστος / καχύποπτος (подозрительный). -
26 не в меру
не в мерунареч ὑπερβολικά, ὑπερμέ-τρως, πέραν τοῦ δέοντος, ὑπέρ τό δέον. -
27 небо
неб||о Iс ὁ οὐρανός:звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνιαнебо IIс анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα. -
28 перерасходовать
перерасход||оватьсов и несов ξοδεύω, δαπανώ ὑπερβολικά. -
29 перестраховщик
перестрахо́в||щикм ὁ ἀνθρωπος πού φοβάται ὑπερβολικά τίς εὐθύνες. -
30 перетрусить
перетру́ситьсов δειλιάζω, δειλιώ (υπερβολικά), μέ πιάνει φόβος. -
31 потеть
поте||тьнесов1. ἰδρωνω:\потеть над чем-либо перен κοπιάζω, μοχθῶ ὑπερβολικά·2. (о стекле) ἰδρώνω, νοτίζω:окна \потетьют τά τζάμια ἱδρώνουν. -
32 раздувать
раздув||атьнесов1. φυσώ, φουσκώνω:\раздувать огонь δυναμώνω φυσώντας τήν φωτιά, φυσώ τήν φωτιά·2. (надувать) φουσκώνω·3. безл разг φουσκώνω (μετ.), πρήσκω:у него часто \раздуватьает щеку συχνά πρήζεται τό μάγουλο του·4. перец, (преувеличивать) μεγαλοποιώ, ἐξογκώνω, παραφουσκώνω:\раздувать дело μεγαλοποιώ ἕνα ζήτημα· \раздувать успех ἐξογκώνω τήν ἐπιτυχία·5. перен, (увеличивать, расширять):\раздувать штаты αὐξάνω ὑπερβολικά τό προσωπικό·6. (развевать) κυματίζω, ἀνεμίζω:ветер \раздуватьает знамена ὁ ἀέρας κυματίζει τις σημαίες. -
33 самобичевание
самобичеваниес ἡ αὐτομαστίγωση [-ις], ἡ ὑπερβολική αὐτοκριτική:заниматься \самобичеванием αὐτομαστιγώνομαι, ἐπικρίνω ὑπερβολικά τόν ἐαυτό μου. -
34 сверх
сверхпредлог с род. п.1. (поверх) ἀποπάνω·2. (выше меры, нормы) πάνω ἀπό, ὑπεράνω, ὑπέρ:\сверх сил πάνω ἀπό τίς δυνάμεις, ὑπεράνω τῶν δυνάμεων \сверх меры ὑπερβολικά, ὑπέρ τό μέτρον, ὑπέρμετρος· Ъ.(кроме, помимо) ἐπιπλέον, ἐκτός αὐ-τοῦ, περιπλέον, πλήν αὐτοῦ:\сверх плана πάνω ἀπό τό πλάνο· \сверх штата ὑπεράριθμος· \сверх того ἐπί πλέον, ἐκτός ἀπ' αὐτό· \сверх всякого ожидания ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν. -
35 слишком
слишкомна́реч. πάρα πολύ, ὑπερβολικά:\слишком поздно πάρα πολύ ἀργά· \слишком мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уж \слишкомΙ αὐτό πιά ξεπερνάει τά ὅρια -
36 ужас
ужасж1. ἡ φρίκη, ὁ τρόμος:\ужасы войны οἱ φρικαλεότητες τοῦ πόλεμου· приходить в \ужас μέ πιάνει φρίκη· приводить в \ужас προξενώ φρίκη· содрогаться от \ужаса τρέμω ἀπ' τόν φόβο· с \ужасом думать о чем-л. συλλογίζομαι μέ φρίκη κάτι· до \ужаса ὑπερβολικά, πάρα πολύ·2. предик без л.:какой э́то \ужасΙ τί φρίκη! τί φοβε· ρό!· просто \ужас φοβερό πράγμα·3. нареч разг:\ужас как холодно! τί φοβερό κρύο! -
37 ужасно
ужасно1. нареч φοβερά, ὑπερβολικά, πάρα πολύ:он \ужасно похож на мать μοιάζει φοβερά τής μητέρας του·2. предик безл εἶναι φοβερό:это \ужасно εἶναι φοβερό[ν]. -
38 чрезмерно
чрезмерн||онареч ὑπερβολικά [-ῶς], ὑπέρμετρα, ὑπερμέτρως. -
39 крайне
[κράϊνι] εκίρ. πάρα πολύ, άκρως, εις άκρον, υπερβολικά -
40 мнительный
[*][μνίτιλ’νυϊ][\*] εκ. υπερβολικά ανήσυχος
См. также в других словарях:
ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικάς — ὑπερβολικά̱ς , ὑπερβολικός hyperbolical fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek
διακορής — διακορής, ές (Α) 1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος 2. ο υπερβολικά γεμάτος 3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορής < κόρος] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… … Dictionary of Greek
παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
τσιρλίζω — και τσερλίζω Ν 1. έχω διάρροια 2. βρομίζω με τσίρλες 3. μέσ. τσιρλίζομαι α) λερώνω τα ρούχα μου με τσίρλες β) μτφ. i) φοβάμαι υπερβολικά, τρομάζω ii) χαίρομαι υπερβολικά 4. παροιμ. «άβρακος βρακί δεν είχε, τό είδε και τσιρλίστηκε» λέγεται για… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek