Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υπερβολικά+2)+(

  • 21 заплывать

    заплывать I
    несов κολυμβώ, περνώ κολυμπώντας (о пловце)/ πλέω (о судне).
    заплывать II
    несов (жиром) παραχον-τραίνω, παχαίνω ὑπερβολικά.

    Русско-новогреческий словарь > заплывать

  • 22 крайие

    крайи||е
    нареч πάρα πολύ, ἄκρως, είς ἄκρον, ὑπερβολικά:
    \крайие важно πάρα πολύ σοβαρό.

    Русско-новогреческий словарь > крайие

  • 23 крайность

    крайност||ь
    ж
    1. ἡ ὑπερβολή, ἡ ἀκρό-τητα [-ης]:
    впадать в \крайность φθάνω είς τά ἄκρα·
    2. (тяжелое положение) ἡ Εσχατη ἀνάγκη· ◊ до \крайностьи πέραν τοῦ δέοντος, ὑπερβολικά.

    Русско-новогреческий словарь > крайность

  • 24 мера

    мер||а
    ж
    1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:
    \мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·
    2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:
    чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·
    3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:
    решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον.

    Русско-новогреческий словарь > мера

  • 25 мнительнцостьый

    мни́тельнцость||ый
    прил ὑπερβολικά, ἐξαιρετικά ἐμφροντις, δύσπιστος / καχύποπτος (подозрительный).

    Русско-новогреческий словарь > мнительнцостьый

  • 26 не в меру

    не в меру
    нареч ὑπερβολικά, ὑπερμέ-τρως, πέραν τοῦ δέοντος, ὑπέρ τό δέον.

    Русско-новогреческий словарь > не в меру

  • 27 небо

    неб||о I
    с ὁ οὐρανός:
    звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνια
    небо II
    с анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα.

    Русско-новогреческий словарь > небо

  • 28 перерасходовать

    перерасход||овать
    сов и несов ξοδεύω, δαπανώ ὑπερβολικά.

    Русско-новогреческий словарь > перерасходовать

  • 29 перестраховщик

    перестрахо́в||щик
    м ὁ ἀνθρωπος πού φοβάται ὑπερβολικά τίς εὐθύνες.

    Русско-новогреческий словарь > перестраховщик

  • 30 перетрусить

    перетру́сить
    сов δειλιάζω, δειλιώ (υπερβολικά), μέ πιάνει φόβος.

    Русско-новогреческий словарь > перетрусить

  • 31 потеть

    поте||ть
    несов
    1. ἰδρωνω:
    \потеть над чем-либо перен κοπιάζω, μοχθῶ ὑπερβολικά·
    2. (о стекле) ἰδρώνω, νοτίζω:
    окна \потетьют τά τζάμια ἱδρώνουν.

    Русско-новогреческий словарь > потеть

  • 32 раздувать

    раздув||ать
    несов
    1. φυσώ, φουσκώνω:
    \раздувать огонь δυναμώνω φυσώντας τήν φωτιά, φυσώ τήν φωτιά·
    2. (надувать) φουσκώνω·
    3. безл разг φουσκώνω (μετ.), πρήσκω:
    у него часто \раздуватьает щеку συχνά πρήζεται τό μάγουλο του·
    4. перец, (преувеличивать) μεγαλοποιώ, ἐξογκώνω, παραφουσκώνω:
    \раздувать дело μεγαλοποιώ ἕνα ζήτημα· \раздувать успех ἐξογκώνω τήν ἐπιτυχία·
    5. перен, (увеличивать, расширять):
    \раздувать штаты αὐξάνω ὑπερβολικά τό προσωπικό·
    6. (развевать) κυματίζω, ἀνεμίζω:
    ветер \раздуватьает знамена ὁ ἀέρας κυματίζει τις σημαίες.

    Русско-новогреческий словарь > раздувать

  • 33 самобичевание

    самобичевание
    с ἡ αὐτομαστίγωση [-ις], ἡ ὑπερβολική αὐτοκριτική:
    заниматься \самобичеванием αὐτομαστιγώνομαι, ἐπικρίνω ὑπερβολικά τόν ἐαυτό μου.

    Русско-новогреческий словарь > самобичевание

  • 34 сверх

    сверх
    предлог с род. п.
    1. (поверх) ἀποπάνω·
    2. (выше меры, нормы) πάνω ἀπό, ὑπεράνω, ὑπέρ:
    \сверх сил πάνω ἀπό τίς δυνάμεις, ὑπεράνω τῶν δυνάμεων \сверх меры ὑπερβολικά, ὑπέρ τό μέτρον, ὑπέρμετρος· Ъ.(кроме, помимо) ἐπιπλέον, ἐκτός αὐ-τοῦ, περιπλέον, πλήν αὐτοῦ:
    \сверх плана πάνω ἀπό τό πλάνο· \сверх штата ὑπεράριθμος· \сверх того ἐπί πλέον, ἐκτός ἀπ' αὐτό· \сверх всякого ожидания ἀναπάντεχα, παρά πἄσαν προσδοκίαν.

    Русско-новогреческий словарь > сверх

  • 35 слишком

    слишком
    на́реч. πάρα πολύ, ὑπερβολικά:
    \слишком поздно πάρα πολύ ἀργά· \слишком мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уж \слишкомΙ αὐτό πιά ξεπερνάει τά ὅρια

    Русско-новогреческий словарь > слишком

  • 36 ужас

    ужас
    ж
    1. ἡ φρίκη, ὁ τρόμος:
    \ужасы войны οἱ φρικαλεότητες τοῦ πόλεμου· приходить в \ужас μέ πιάνει φρίκη· приводить в \ужас προξενώ φρίκη· содрогаться от \ужаса τρέμω ἀπ' τόν φόβο· с \ужасом думать о чем-л. συλλογίζομαι μέ φρίκη κάτι· до \ужаса ὑπερβολικά, πάρα πολύ·
    2. предик без л.:
    какой э́то \ужасΙ τί φρίκη! τί φοβε· ρό!· просто \ужас φοβερό πράγμα·
    3. нареч разг:
    \ужас как холодно! τί φοβερό κρύο!

    Русско-новогреческий словарь > ужас

  • 37 ужасно

    ужасно
    1. нареч φοβερά, ὑπερβολικά, πάρα πολύ:
    он \ужасно похож на мать μοιάζει φοβερά τής μητέρας του·
    2. предик безл εἶναι φοβερό:
    это \ужасно εἶναι φοβερό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > ужасно

  • 38 чрезмерно

    чрезмерн||о
    нареч ὑπερβολικά [-ῶς], ὑπέρμετρα, ὑπερμέτρως.

    Русско-новогреческий словарь > чрезмерно

  • 39 крайне

    [κράϊνι] εκίρ. πάρα πολύ, άκρως, εις άκρον, υπερβολικά

    Русско-греческий новый словарь > крайне

  • 40 мнительный

    [*][μνίτιλ’νυϊ][\*] εκ. υπερβολικά ανήσυχος

    Русско-греческий новый словарь > мнительный

См. также в других словарях:

  • ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικάς — ὑπερβολικά̱ς , ὑπερβολικός hyperbolical fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • διακορής — διακορής, ές (Α) 1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος 2. ο υπερβολικά γεμάτος 3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορής < κόρος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… …   Dictionary of Greek

  • παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • τσιρλίζω — και τσερλίζω Ν 1. έχω διάρροια 2. βρομίζω με τσίρλες 3. μέσ. τσιρλίζομαι α) λερώνω τα ρούχα μου με τσίρλες β) μτφ. i) φοβάμαι υπερβολικά, τρομάζω ii) χαίρομαι υπερβολικά 4. παροιμ. «άβρακος βρακί δεν είχε, τό είδε και τσιρλίστηκε» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»