Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υπερασπίζομαι

  • 1 защищаться

    Русско-греческий словарь > защищаться

  • 2 стоять

    сто||ять
    несов
    1. στέκομαι, στέκω, ἰσ-ταμαι:
    \стоять на коленях στέκομαι γονατιστός, γονατίζω· \стоять на четвереньках στέκομαι στά τέσσερα· \стоять на цыпочках στέκω στά νύχια (или στίς μύτες) τῶν ποδιών \стоять на ногах прям., перен στέκομαι στά πόδια μου, ὁρθοποδώ·
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι:
    дом \стоятьит у реки τό σπίτι εἶναι δίπλα στό ποτάμι· стол \стоятьит в комнате τό τραπέζι εἶναι στό δωμάτιο· \стоять на якоре εἶμαι ἀγκυροβολημένος, εἶμαι ἀραγμένος· \стоять на часах φυλάγω σκοπός·
    3. (быть) είμαι:
    \стоять на повестке дня εἶμαι στήν ἡμερησία διάταξη· \стоятьит плохая погода κάνει ἄσχημο καιρό· \стоять на страже ми́ра περιφρουρώ τήν είρήνη·
    4. (быть неподвижным) στέκομαι:
    поезд \стоятьи́т пять мииу́т τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά·
    5. (находиться в бездействии) εἶμαι σταματημένος, στέκομαι:
    часы \стоятьят τό ρολόγι σταμάτησε· работа \стоятьит ἡ δουλειά στέκεται·
    6. (квартировать, жить) уст. σταθμεύω, κατοικώ:
    \стоять лагерем στρατοπεδεύω, κατασκηνω·
    7. (защищать) ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι:
    \стоять за дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής είρήνης· \стоять горой за кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον μέ πάθος·
    8. (настаивать) ἐπιμένω, ἐμμένω:
    \стоять на своем ἐπιμένω στήν γνώμη μου· ◊ \стоять над душой (у кого-л.) разг γίνομαι τσιμπούρι· \стоять насмерть ὑπερασπίζομαι μέχρι θανάτου· \стоять· у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία· \стоять во главе чего́-л. εἶμαι ἐπί κεφα-λής.

    Русско-новогреческий словарь > стоять

  • 3 защищать

    защищать υποστηρίζω υπερασπίζω υπερασπίζομαι (отстаивать) \защищать дело мира υπερασπίζω την υπόθεση της ειρήνης \защищаться υπερασπίζομαι
    * * *
    υποστηρίζω; υπερασπίζω; υπερασπίζομαι ( отстаивать)

    защища́ть де́ло ми́ра — υπερασπίζω την υπόθεση της ειρήνης

    Русско-греческий словарь > защищать

  • 4 защищать

    защищать
    несов
    1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προστατεύω / προασπίζω (ограждать):
    \защищать мир ὑπερασπίζομαι τήν εἰρήνη· \защищать диссертацию ὑποστηρίζω διατριβἤ 2· юр. συνηγορώ:
    \защищать обвиняемого συνηγορώ ὑπέρ τοῦ κατηγορουμένου.

    Русско-новогреческий словарь > защищать

  • 5 отстаивать

    отстаивать
    несов
    1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προασπίζω / ὑποστηρίζω (мнение и т. п.)/ περιφρουρώ (завоевания и т. п.):
    \отстаивать свои́ права́ ὑπερασπίζω τά δικαιώματα μου· \отстаивать дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής εἰρήνης·
    2. (простаивать на ногах) στέκομαι ὡς τό τέλος.

    Русско-новогреческий словарь > отстаивать

  • 6 вступаться

    вступать||ся
    (за кого-л.) παρεμβαίνω, μεσολαβώ προς χάριν κάποιου, ὑπερασπίζομαι κάποιον/ παίρνω τό μέρος κάποιου (принимать чью-λ. сторону).

    Русско-новогреческий словарь > вступаться

  • 7 выгораживать

    выгораживать
    несов (кого-л.) разг γλυτώνω, συγκάλυπτα), ὑπερασπίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выгораживать

  • 8 защита

    защи́т||а
    ж
    1. (действие) ἡ ὑπεράσπι-σηΐ-ιςί ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα:
    \защита мира ἡ ὑπεράσπιση τής είρήνης· \защита диссертации ἡ ὑποστήριξη τής διατριβής· \защита подсудимого ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ὑποδίκου· искать \защитаы ζητώ προστασία· вставать на \защитау кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον, ἀναλαβαίνω τήν προστασία· в \защитау γιά τήν ὑπεράσπιση· под \защитаой ὑπό τήν προστα-σίαν
    2. (то, что защищает) ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα / ἡ προκάλυψη [-ις] (укрытие):
    противотанковая \защита ἡ ἀντιαρματική ἄμυνα·
    3. юр. ἡ ὑπεράσπιση [-ις], οἱ συνήγοροι:
    свидетели \защитаы οἱ μάρτυρες ὑπερασπίσεως·
    4. спорт. ἡ ᾶμυνα.

    Русско-новогреческий словарь > защита

  • 9 защищаться

    защищать||ся
    ἀμύνομαι, ὑπερασπίζομαι / προφυλάττω τόν ἐαυτό μου (предохранять себя):
    \защищатьсяся до последнего ἀμύνομαι μέχρις ἐσχάτων.

    Русско-новогреческий словарь > защищаться

  • 10 ратовать

    ратовать
    несов ἀγωνίζομαι, ὑπερασπίζομαι:
    \ратовать за правду ἀγωνίζομαι γιά τήν ἀλήθεια.

    Русско-новогреческий словарь > ратовать

  • 11 выгораживать

    [βυγκοράζυβατ'] ρ. υπερασπίζομαι

    Русско-греческий новый словарь > выгораживать

  • 12 выгораживать

    [βυγκοράζυβατ'] ρ υπερασπίζομαι

    Русско-эллинский словарь > выгораживать

  • 13 аргументировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.
    φέρνω, παρουσιάζω επιχείρημα, -τα.
    υπερασπίζομαι με επιχειρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > аргументировать

  • 14 вступить

    -плю, -пишь ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•

    вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,

    2. γίνομαι μέλος•

    вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.

    3. οίρχίζω, ανοίγω•

    вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•

    вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.

    εκφρ.
    вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•
    во владение – γίνομαι κτήτορας•
    вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•
    вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•
    вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•
    - на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•
    вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.
    1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•

    вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.

    2. (απλ.) επεμβαίνω•

    -лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.

    Большой русско-греческий словарь > вступить

  • 15 заступить

    -ушло, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. (παλ. κ. απλ.) αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, αναπληρώνω.
    2. αρχίζω, πιάνω (εργασία,υπηρεσία).
    3. πατώ με το πόδι. заступить μπαίνω, εισέρχομαι, εισδύω.
    5. υπερασπίζω, υποστηρίζω.
    εκφρ.
    заступить дорогу кому – κλείνω το δρόμο σε κάποιον, εμποδίζω.
    υπερασπίζομαι κάποιον, υποστηρίζω, παίρνω το μέρος κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > заступить

  • 16 отстаивать

    -аю, -аешь
    ρ.δ.
    βλ. отстоять 1
    υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, προασπίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.δ.
    βλ. отстоять 2 (1 σημ.).
    1. μένω ως το τέλος.
    2. κουράζομαι από την ορθοστασία.

    Большой русско-греческий словарь > отстаивать

См. также в других словарях:

  • υπερασπίζομαι — υπερασπίζομαι, υπερασπίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοϋπερασπίζομαι — υπερασπίζομαι κάποιον και αντίστοιχα μέ υπερασπίζεται κι αυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + υπερασπίζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • υπερασπίζω — υπερασπίζω, υπεράσπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. υπερασπίζομαι Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

  • δεφενδέρω — και δεφεδέρω, ντεφεντέρω, ντιφεντέρω υπερασπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. difendere] …   Dictionary of Greek

  • διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι …   Dictionary of Greek

  • διεκδικώ — (AM διεκδικῶ, έω) [εκδικώ] απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν νεοελλ. 1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ. 2.… …   Dictionary of Greek

  • επαλκής — ἐπαλκής, ές (Α) ισχυρός, ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλκής (< αλκή «δύναμη» < αλέξω «υπερασπίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»