Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

υλίς

См. также в других словарях:

  • ὕλις — ὕλῑς , ὗλις mud fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὗλις mud fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλις — ή ὕλις, εως, ἡ, Α η ιλύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς «λάσπη» κατ επίδραση τών ὑλίζω, ὕλη* «καθίζημα, κατακάθι»] …   Dictionary of Greek

  • ὕλεες — ὗλις mud fem nom/voc pl (epic ionic) ὕ̱λεες , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (epic ionic) ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕλιος — ὗλις mud fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπυρίδα — και λαμπυρίς, η (AM λαμπυρίς, ίδος) γένος κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια λαμπυρίδες, κυ. πυγολαμπίδα, κολοφωτιά μσν. η φλόγα τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπυλίς, με ανομοίωση …   Dictionary of Greek

  • πηγυλίς — ίδος, ή, Α 1. η πάχνη 2. ο πάγος, ο παγετός 3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγ νυμι* + επίθημα υλίς (πρβλ. πιδ υλίς)] …   Dictionary of Greek

  • TENEDOS — quae Tenedo Sophiano, insul. maris Aegaei, sive Hellesponti parva, amoena, contra Sigeum, Troadis promuntor. inde 12. mill. pass. (sed teste Strabone 40. stad. ad 80. patens) in Occasum et Circium distans, Apollim, qui ibi praecipue colebatur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αείδελος — ἀείδελος, ον (Α) 1. αόρατος, σκοτεινός, ασαφής 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν κοιτάξει, ο εκθαμβωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *εἴδω με παρέκταση σε λ, πρβλ. εἴδ ωλον, εἰδ άλιμος, εἰδ υλίς, ἰδ λὸς > ἰλ λός] …   Dictionary of Greek

  • πιδυλίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πιδακόεσσα», γεμάτη πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδ αξ (βλ. και πίδακας) + επίθημα υλ ίς (πρβλ. ατρακτ υλίς)] …   Dictionary of Greek

  • ὑλήεσσ' — ὑλήεσσι , ὗλις mud fem dat pl (epic) ὑλήεσσα , ὑλήεις woody fem nom/voc sg (doric) ὑλήεσσι , ὑλήεις woody masc/neut dat pl (epic doric) ὑλήεσσι , ὑλήεις woody neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕλεως — ὕλεω̆ς , ὗλις mud fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»