-
1 υδραυλική
η гидравлика -
2 υδραυλική
[идравлики] ουσ. Θ. гидравликаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υδραυλική
-
3 υδραυλική
[идравлики] ουσ θ гидравлика. -
4 άσβεστος
I η1) известь;υδραυλική άσβεστος — цемент;
2) асбестάσβεστος2II, η, ο [ος, ον ]1) непогашенный; 2) неугасимый (тж. перен.) -
5 υδραυλικός
-
6 vდრავლიკა
სწავლა მათემატიკური წყალთა მოძრავობისათჳს და ტარებისა მაშინებითა, гидравлика, ύδραυλική, hydraulica.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > vდრავლიკა
-
7 ჳდრავლიკა
სწავლა მათემატიკური წყალთა მოძრავობისათჳს და ტარებისა მაშინებითა, гидравлика, ὑδραυλική, hydraulica.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ჳდრავლიკა
См. также в других словарях:
υδραυλική — Επιστήμη η οποία περιλαμβάνει τη θεωρητική και πρακτική μελέτη των τεχνικών θεμάτων που αφορούν ιδιαίτερα την κίνηση του νερού. Η υ. χρησιμοποιεί τη θεωρητική επεξεργασία των αρχών της υδροστατικής και της υδροδυναμικής, εξάγοντας χρήσιμα… … Dictionary of Greek
υδραυλική — η η επιστήμη και η τεχνική που μελετά τους νόμους ισορροπίας και κίνησης των υγρών, κυρίως του νερού, και τα προβλήματα από τις πρακτικές εφαρμογές τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Hydraulik — (griechisches substantiviertes Adjektiv υδραυλική [τέχνη] hydrauliké [téchne] „die hydraulische [Technik]“ von altgriechisch ὕδωρ hýdor „das Wasser“ und αὐλός aulós „das Rohr“) ist die Lehre vom Strömungsverhalten der Flüssigkeiten. In der… … Deutsch Wikipedia
Hydraulik (Technik) — Hydraulik (griechisches substantiviertes Adjektiv υδραυλική [τέχνη] hydrauliké [téchne] „die hydraulische [Technik]“ von altgriechisch ύδορ hýdor „das Wasser“ und αυλός aulós „das Rohr“, „die Flöte“) ist die Lehre vom Strömungsverhalten der… … Deutsch Wikipedia
Hydraulische Despotie — Eine hydraulische Gesellschaft (altgriechisch υδραυλική, hydrauliké von ύδορ, hýdor „Wasser“ und αυλός, aulós das „Rohr“, die „Flöte“) ist nach dem Soziologen Karl A. Wittfogel (1896 1988) eine Kultur und Gesellschaft, deren… … Deutsch Wikipedia
Hydraulische Gesellschaft — Eine hydraulische Gesellschaft (altgriechisch ὑδραυλική, hydrauliké von ὕδωρ, hýdor „Wasser“ und αὐλός, aulós das „Rohr“, die „Flöte“) ist nach dem Soziologen Karl A. Wittfogel (1896 1988) eine Kultur und Gesellschaft, deren… … Deutsch Wikipedia
Ölhydraulik — Hydraulik (griechisches substantiviertes Adjektiv υδραυλική [τέχνη] hydrauliké [téchne] „die hydraulische [Technik]“ von altgriechisch ύδορ hýdor „das Wasser“ und αυλός aulós „das Rohr“, „die Flöte“) ist die Lehre vom Strömungsverhalten der… … Deutsch Wikipedia