-
1 κατεπείγω
2 press hard, οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν his creditors were pressing him hard, D.33.6, cf. Th.1.61; κατεπείγει ὕδωρ ῥέον the ebbing water (of the clepsydra) urges him on, Pl.Tht. 172e;ἡ φιλοτιμία κατήπειγεν αὐτόν Id.Ep. 338e
: c. acc. et inf.,οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ.. σκοπεῖν Id.Lg. 781e
;οὐδὲν ὑμᾶς κ. ἀκοῦσαι D.24.18
;τὸ -επεῖγον πράττειν X.Mem.2.1.2
;τὰ ἀναλώματα τὰ -επείγοντα PFlor.161.5
(iii A.D.); τὸ κ. alone, the urgent symptom, Gal.17(2).426;οὔτε τι κωλύει οὔτε -επείγει Hp.Fract.14
;τὰ μάλιστα -επείγοντα Isoc.8.132
, cf. Plb.1.66.6; τῶν ἐν ἐκείνῳ μὲν τῷ χρόνῳ πραχθέντων, ῥηθῆναι δὲ νῦν οὐ -επειγόντων not urgently requiring mention, Isoc.12.192;τῆς ὥρας -επειγούσης Plb.3.99.9
;θόρυβος φόβος μετὰ φωνῆς -επείγων Stoic.3.98
:—[voice] Pass., to be pressed, Hyp.(?)Oxy.1607.43, Phld.Rh.1.138 S.;περί τινος PCair.Zen. 530
(iii B.C.).II intr., hasten, make haste,ἕπου κατεπείγων Ar.Ec. 293
: c. inf., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι were in no haste, X.HG4.2.18; οὐδέν κω κατεπείγων αὐτὸς ἥκειν prob. in Hdt.8.126.III [voice] Med., hasten,ἐκ Κορίνθου Ἀθήναζε Alciphr.3.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεπείγω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский