-
1 θορυβώ
-
2 θορυβώ
[ториво] ρ шуметь. -
3 εκκρουω
1) выбивать, вышибать(τὸ προβόλιον ἐκ τῶν χειρῶν Xen.; τὸ ξίφος ἐκκρουσθὲν ὑπὸ πληγῆς Plut.)
2) отбивать, отражать(ἥ μείζων κίνησις τέν ἐλάττω ἐκκρούει Arst.; τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc.; sc. τοὺς πολεμίους Xen.; τέν ἐπιβολήν Plut.)
ἐντὸς γενόμενοι βίᾳ ἐξεκρούσθησαν πάλιν Thuc. — вторгнувшись внутрь (укреплений), они были вновь выбиты3) перебивать(τοὺς λόγους Plat.; τινά Dem.; λέγειν τι βουλόμενον Plut.)
4) отклонять, отвращать(τινὰ τῆς προαιρέσεως Plut.)
μέλλοντας ἁμαρτάνειν ἐ. Plut. — удерживать тех, кто собирается совершить дурное;ἐ. ἑαυτὸν τοῦ παρόντος Dem. — отклониться от непосредственного вопроса5) подавлять, прогонять, уничтожать(λογισμόν, λύπην Arst.)
τῷ θορύβῳ τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθείς Plut. — сбитый с толку шумом6) вытеснять, изгонять(τοὺς ἡγεμόνας Plut.; τὸ ἔθος ἄλλῳ ἔθει ἐκκρούεται Arst.)
βῆχα μετὰ πόνου ἐκκρούεσθαι Plut. — с трудом откашливаться7) лишать(τινὰ ἐλπίδος Plat.; τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
(εἰς ὑστεραίαν Dem.)
ἐ. καὴ παράγειν Plut. — откладывать и хитрить, т.е. под всякими предлогами затягивать дело
См. также в других словарях:
θορυβώ — θορυβώ, θορύβησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
θορυβώ — θορύβησα, θορυβήθηκα, θορυβημένος 1. κάνω θόρυβο, φασαρία: Μη θορυβείτε. 2. μτβ., αναστατώνω, ανησυχώ κάποιον: Η κατάσταση του παιδιού τούς θορύβησε. – Θορυβήθηκε η κυβέρνηση από τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θορυβῶ — θορυβέω make a noise pres subj act 1st sg (attic epic doric) θορυβέω make a noise pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβωι — θορύβῳ , θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθορυβώ — ( έω) (Α ἀναθορυβῶ) [θορυβῶ] κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θορυβῶ] … Dictionary of Greek
επιψοφώ — ἐπιψοφῶ, έω (Α) 1. θορυβώ ταυτόχρονα κι εγώ 2. επιδοκιμάζω με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ψοφώ «θορυβώ» (< ψόφος «θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… … Dictionary of Greek
άθρακτος — ἄθρακτος, ον (Α) ατάραχτος (Σοφ. απόσπ. 812). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θράσσω (= αναταράσσω, ανησυχώ, θορυβώ)] … Dictionary of Greek
αθορύβητος — η, ο (Α ἀθορύβητος, ον) [θορυβῶ] αυτός που δεν θορυβείται, γαλήνιος, ατάραχος νεοελλ. ο αθόρυβος αρχ. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀθορυβητότατον, πνευματική αταραξία, ηρεμία … Dictionary of Greek