-
141 ἀπολείπω
A leave over or behind,οὐδ' ἀπέλειπεν ἔγκατα Od.9.292
, cf. Heraclit.56, etc.; D.; bequeath, Test. Epict.2.3, cf. Mosch.3.97; ἀ. κληρονόμον leave as one's heir, POxy. 105.3 (ii A.D.); bequeath to posterity, of writings, D.L.8.58, cf. 7.54.2 leave hold of, lose,ψυχάν Pi.P.3.101
(tm.);βίον S.Ph.
(lyr., tm.); (lyr.): conversely, (lyr.). 3. leave behind in the race, distance: generally, surpass, X.Cyr.8.3.25, Lys.2.4;τινὰ περί τι Isoc.4.50
:—more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass., v. infr. 4. leave undisputed: hence, admit, Chrysipp.Stoic.3.173, Phld.Piet.17, S.E.M.7.55, D.L.7.54;αἰτίαν νόσων ἀ. τὸ αἷμα MenoIatr.11.43
; [ὁ Διοκλῆς] τὴν φρόνησιν περὶ τὴν καρδίαν ἀ. Herod.
[voice] Med. in Rh.Mus.49.540.5. leave, allow,ὑπερβολὴν οὐδὲ ταῖς ἑταίραις Jul.Or.7.210d
.II desert, abandon, one's post, etc., οὐδ' ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, of bees, Il.12.169, cf. Hdt.8.41, al.; ἀ. (sc. τὴν πολιορκίην) Id.7.170; τὴν ξυμμαχίαν, τὴν ξυνωμοσίαν, Th.3.9,64; of persons, ; ξεῖνον πατρώϊον ἀ. leave him in the lurch, Thgn.521;ἀπολιπὼν οἴχεται Hdt.3.48
, cf. 5.103, Ar.Ra. 83; of a wife, desert her husband, And.4.14, D.30.4 (not of the husband, Luc.Sol.9); of sailors, desert,τὴν ναῦν D.50.14.2
. c. inf., ἀ. τούτους κακῶς γηράσκειν leave them to grow old, X.Oec. 1.22.3. leave undone or unsaid,ὅσα ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων.. σφέα ἀπετέλεσε Hdt.5.92
.ή; ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῦν ἀ. D.54.4
, cf. Pl.R. 420a; omit, συχνὰ ἀπολείπω ib. 509c.III leave open, leave a space,ἀ. μεταίχμιον οὐ μέγα Hdt.6.77
;ἀ. ὡς πλέθρον X.An. 6.5.11
; μικρὸν ἀ. leaving a small interval, Hero Aut.27.1.IV intr., cease, fail, ; opp. γίνεται, Diog.Apoll.7; of rivers, fall, sink, Hdt.2.14,93;ἀ. τὸ ῥέεθρον Id.2.19
;τῆς θαλάττης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ' ἐπιούσης Arist.Mete. 353a22
; of swallows,δι' ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι Hdt.2.22
; of youth, begin to decay, X.Smp.8.14; fail, flag, lose heart, Id.Cyr.4.2.3; of the moon, wane, Arist.APo.0.98a33.2 c. gen., to be wanting of or in a thing,προθυμίας οὐδὲν ἀ. Th.8.22
, cf. Pl.R. 533a: freq. of numbers,μηδὲν ἀ. τῶν πέντε κτλ. Id.Lg. 828b
;τῶν εἴκοσιν ὀλίγον ἀ. Arist.HA 573b16
, etc.; ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀ. τρεῖς δακτύλους wanting three fingers of four cubits, Hdt.1.60, cf. 7.117; : c. inf., ὀλίγον ἀπέλιπον ἐς Ἀθήνας ἀπικέσθαι wanted but little of coming, Hdt.7.9.ά; βραχὺ ἀ. διακόσιαι γενέσθαι Th.7.70
; ;ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plu. Tim.
I.3 c. part., leave off doing,ἀ. λέγων X.Oec.6.1
: abs., ὅθεν ἀπέλιπες from the point at which.., Pl.Grg. 497c, cf. Phd. 78b, Is.5.12.B [voice] Med. ([tense] aor. ἀπελιπόμην in A.R.1.399 (tm.)), like [voice] Act.1.1, bequeath to posterity, Hdt.2.134 codd.; cf. ἀπολείψεται· ἐάσεται, Hsch.C [voice] Pass., to be left behind, stay behind, Th.7.75 (v. l. for ὑπο-) X. Cyr.1.4.20; ; to be unable to follow an argument, be at a loss, Pl.Tht. 192d.2 to be distanced by, inferior to,ἀ. [ἀπὸ] τῶν ἄλλων θηρίων Diocl.Fr.145
; to be inferior,ἔν τισι Isoc.12.61
.II to be absent or distant from, c. gen.,πολὺ τῆς ἀληθηΐης ἀπολελειμμένοι Hdt.2.106
, cf. Pl.R. 475d; (lyr.): c. gen. pers., X.Mem.4.2.40, Pl.Smp. 192d: abs., E.Or. 80, Pl.Phdr. 240c; to be deprived of,τοῦ σοῦ.. μὴ ἀπολείπεσθαι τάφου S.El. 1169
;πατρῴας μὴ ἀ. χθονός E.Med.35
;τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν Id.Or. 216
.2 to be wanting in, fall short of,ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη Ar.Eq. 525
; τοῖς ἀπολειφθεῖσι (sc.τῆς παιδείας D.18.128
, cf. Isoc.12.209; ἀπολειφθεὶς ἠμῶν without our cognizance, D.19.36; to be left in ignorance of..,Id.
27.2; καιροῦ ἀ. miss the opportunity, Id.34.38, cf. Isoc.3.19; θεάματος, ἑορτῆς ἀ., Luc.DMar.15.1, Sacr.1;εἰσβολῆς Isoc.14.31
.3 remain to be done, Plb.3.39.12: impers., ἀπολείπεται λέγειν, διδάσκειν, D.L.7.85, S.E.M.7.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολείπω
См. также в других словарях:
τών — τῶν ΝΜΑ (αρθρ.) (γεν. πληθ.) βλ. ο … Dictionary of Greek
τῶν — ὁ lentil fem gen pl ὁ lentil masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… … Dictionary of Greek
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek