-
1 κλείω
Aκλείσω X.An.4.3.20
( ἀπο-), Him.Or.22.7; rare [tense] fut. κατα-κλιῶ, v. κατακλείω: [tense] aor.ἔκλεισα X.An.7.1.36
, Pl.Ep. 348b: [tense] pf.κέκλεικα Thphr.Char.18.4
, LXX 1 Ki.23.20, Luc.Tox.30: [tense] plpf.ἐκεκλείκειν App.Hann.47
:*mdash;[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐκλεισάμην ( κατ-) X.Cyr. 7.2.5, (ἐγ-) Id.HG6.5.9:—[voice] Pass., [tense] fut. κλεισθήσομαι ( συγ-) ib.5.2.19: [tense] aor.ἐκλείσθην D.23.110
, etc.: [tense] pf. κέκλειμαι (later κέκλεισμαι f.l. in Ar.V. 198) (v. infr.):—[dialect] Ion. [full] κληΐω ( ἀπο-) Hdt.4.7: [tense] aor.ἐκλήῑσα Od. 24.166
, (ἐξ-) Hdt.1.144, [dialect] Ep.κλήῑσα Od.19.30
; inf.κληῗσαι 21.382
:— [voice] Med., [tense] fut. κληΐσσομαι cj. in Nonn.D.2.310:—[voice] Pass., [tense] aor.ἀπ-εκληΐσθην Hdt.1.165
, 3.55, 58: [tense] pf.κεκλήϊμαι 2.121
.β, cf. 3.117, 7.129 (with vv.ll.): [tense] plpf.ἀπ-εκεκλέατο 9.50
codd.:—old [dialect] Att. [full] κλῄω (also Trag., cf. An.Ox.1.226), [tense] fut.κλῄσω Th.4.8
: [tense] aor. (lyr.), Th.2.4, Pl.R. 560c: [tense] pf. κέκλῃκα ( ἀπο-) Ar.Av. 1262:—[voice] Med., [tense] fut.κεκλῄσομαι Id.Lys. 1071
: [tense] aor.περι-κλῄσασθαι Th.7.52
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) Id.1.117, 4.67, etc.: [tense] pf. κέκλῃμαι (v. infr.):— [dialect] Dor. [tense] fut.κλᾳξῶ Theoc.6.32
: [tense] aor. ἀπό-κλᾳξον, -κλᾴξας, Id.15.43, 77,ἔκλᾳξε Cerc.7.2
, cf. κλάκαι (leg. κλᾷσαι) · κλεῖσαι, Hsch.:—[voice] Med., [tense] impf.κατ-εκλᾴζετο Theoc.18.5
:—[voice] Pass., [tense] aor.κατ-εκλᾴσθην Id.7.84
, but part.συγκατα-κλαιχθείς Chron.Lind.D.62
: [tense] pf. [ per.] 3pl.κατα-κέκλᾱνται Epich.141
.—Cf. κλῄζω (B). ([etym.] κλείς):—shut, close, bar, Hom. (only in Od.), κλήϊσεν δὲ θύρας barred the doors, 21.387; ἐκλήϊσεν ὀχῆας shot the bars, so as to close the dooe door, 24.166;κλῄειν πύλας E. HF 997
, Pl.R.l.c., etc.;κ. πηκτὰ δωμάτων Ar.Ach. 479
;κλεῖδες.., αἷς τὰς θύρας κλείουσιν Aristopho 7
;Ἐτεοκλέους.. κλῄσας στόμα E. Ph. 865
; κανθώς Cerc.l.c.;λάρυγγα Gal.6.65
:—[voice] Pass.,βλέφαρα κέκλῃται S.Fr. 711
; ;κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας οὐ κιγκλίσιν.., ἀλλὰ.. ὀφλήμασι D.25.28
.2 shut up, close, block up,Βόσπορον κλῇσαι A.Pers. 723
(troch.); :—[voice] Pass., Hdt.2.121.β; τὰ ἐμπόρια κεκλῇσθαι Lys.22.14
;κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων D.2.16
.III confine, :— [voice] Pass., to be confined,χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Id.Andr. 502
(lyr.): metaph.,ὅρκοις κεκλῄμεθα Id.Hel. 977
.------------------------------------A celebrate (q.v.).------------------------------------A call (q.v.). -
2 σύγχρησις
II σ. ὀνομάτων use of words as synonymous, Ath.11.477c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγχρησις
-
3 πρόσοδος
πρόσοδος, [dialect] Dor. [full] πόθοδος SIG1009.27 (Chalcedon, iii/ii B.C.), etc.; Arc. [full] πόσοδος IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.): ἡ:—A going or coming to, approach, Pi.N.6.45, Th.4.110; ἡ π. μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο the approach was most feasible on this part, Hdt.9.21; ἀπείπατο τὴν π. rejected his advances, Id.1.205; στυγναὶ π. μελάθρων to the halls, E. Alc. 861 (anap.);π. χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον X.An.5.2.3
;ἐτάμομες κοινὰν πόθοδον.. πὸτ τὰν οἰκίαν Tab.Heracl.2.43
.2 onset,π. ποιέεσθαι Hdt.7.223
, 9.101; πρόσοδοι τῆς μάχης onsets or attacks, Id.7.212;αἱ π. αἱ πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyn.12.3
.3 solemn procession to a temple with singing and music,π. μακάρων ἱερώταται Ar.Nu. 307
(lyr.), cf. Pax 397 (lyr.);θυσίαι καὶ π. καὶ εὐχαί Lys.6.33
;ἐπιτελέων τᾶν εὐχᾶν γενομενᾶν θυσίαν καὶ πόθοδον ποιήσασθαι SIG581.6
(Crete, iii/ii B.C.); οἱ ἐπὶ τὰς προσόδους magistrates in charge of the (commissariat of the) processions, ib.711B21 (Delph., ii B.C.), cf. IG22.1707 (iii B.C.);θεοῖς π. τε καὶ πομπὰς ποιεῖσθαι Pl.Lg. 796c
; αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς π. X.An.6.1.11, cf. D.18.86.4 approach to an assembly or council,πρόσοδον εἶναι αὐτῷ πρός τε τοὺς πρυτάνεις κτλ... πρώτῳ μετὰ τὰ ἱερὰ ὅταν τι δέηται IG12.59.17
; γράψασθαι πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν to petition for a hearing, D.24.48;π. ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.1.81
, cf. IG22.1012.12, 9(1).694.39 ([place name] Corcyra), 12(5).837.20 ([place name] Tenos); αἱ πρὸς τὴν βουλὴν αὐτῶν π. Aeschin.2.59;περὶ σωτηρίας τὴν π. ἐποιησάμην Isoc.7.1
; approach to an official, PTeb.326.11 (iii A.D.); π. ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ Mitteis Chr. 96 iii 4 (iv A.D.);τὴν π. πρὸς ὑμᾶς ποιοῦμεν BGU1022.18
(ii A.D.); οἱ στραταγοὶ πόσοδον ποέντω shall grant access (to the Three Hundred), IG5(2) l.c. (unless in signf. 11, shall provide revenue), cf. IG12.70.15.6 visit of a pupil to his master, Plu.2.1044a.7 f.l. for πρόοδος in Ph.Fr.22H.II income, rent, opp. stock or principal,πρόσοδον μὲν οὐδεμίαν ἀποφαίνων, ἀπὸ δὲ τῶν ὑπαρχόντων ἀναλίσκων Lys.32.28
, cf. 24.6, SIG251 iii 29 (Delph., iv B.C.); τοῦ ἐργαστηρίου λαβὼν τὴν π. D.27.18, cf. 21: pl.,ἰδίας ἀπὸ τῶν κοινῶν π. κατεσκευάσατο And.4.11
, cf. Aeschin.3.173: generally, returns, profits, Pl.Lg. 847a.2 public revenue,φόρων π. ἡ ἐπέτειος Hdt.3.89
;ἡ π. ἐγίνετο ἔκ τε τῆς ἠπείρου καὶ ἀπὸ τῶν μετάλλων Id.6.46
; χρημάτων π. Th.2.97, 3.13: mostly in pl., returns, revenue,ἀπὸ τούτου [τοῦ κλήρου] τὰς π. ποιήσασθαι Hdt.2.109
; τοῦ τὰς π. μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ that they might come in better, Th.1.4; τὰς π. ἀφαιρήσομεν ib.81;αἱ π. ἀπώλλυντο Id.7.28
;αἱ π. αἱ ἐξ Ἀμφιπόλεως γιγνόμεναι Isoc.5.5
;χρημάτων π. ἐκ πολλῶν μὲν λιμένων ἐκ πολλῶν δ' ἐμπορίων X.HG5.2.16
; ὑποθεῖναί τινι τὰς δημοσίας π. mortgage them, Aeschin.3.104; πόροι ἢ περὶ προσόδων, title of work by X.;ὁ πράκτωρ ὁ ἐπὶ τῶν βασιλικῶν π. τεταγμένος PPetr.3p.56
(iii B.C.); ἡ ἐν προσόδῳ τῶν τέκνων τοῦ βασιλέως [γῆ] land providing revenue for the king's children, ib.p.237 (iii B.C.);ἐν προσόδῳ PTeb.87.1
(ii B.C.); κεχωρισμένη π. ib.60.56, al. (ii B.C.);τῶν ὄντων ἐν τῇ τῆς Ἁθερνεβενταίγεως προσόδῳ ἀρουρῶν PGiss. 37 ii 3
, cf. 14 (ii B.C.); ὡς αἱ π. according to the financial calendar, PEnteux.30.2, al. (iii B.C.), PPetr.3p.8, al. (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσοδος
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek