Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῶν+ἀδικημάτων

  • 21 συνείδησις

    συνείδησις, εως, ἡ (συνεῖδον)
    awareness of information about someth., consciousness (Democr., Fgm. 297 ς. τῆς κακοπραγμοσύνης; Chrysipp. in Diog. L. 7, 85 τὴν ταύτης συνείδησιν; Eccl 10:20; Sir 42:18 v.l.; Jos., Ant. 16, 212; Just.; Theoph. Ant. 2, 4 [p. 102, 8]) w. obj. gen. συνείδησις ἁμαρτιῶν consciousness of sin Hb 10:2 (Diod S 4, 65, 7 διὰ τὴν συνείδησιν τοῦ μύσους; Philo, Det. Pot. Ins. 146 οἱ συνειδήσει τῶν οἰκείων ἀδικημάτων ἐλεγχόμενοι, Virt. 124 ς. ἁμαρτημάτων). συνείδησις θεοῦ consciousness, awareness of God 1 Pt 2:19 (s. ESelwyn, 1 Pt ’46, 176–78). Opp. ς. τοῦ εἰδώλου in awareness that this is an idol 1 Cor 8:7a v.l. (for συνηθείᾳ).
    the inward faculty of distinguishing right and wrong, moral consciousness, conscience (Menand., Monost. 597 ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός comes close to this mng.; cp. 654; Dionys. Hal., De Thuc. 8 μιαίνειν τὴν ἑαυτοῦ συνείδησιν; Heraclit. Sto., 37 p. 54, 8 ς. ἁμαρτόντος ἀνθρώπου; Ps.-Lucian, Amor. 49 οὐδεμιᾶς ἀπρεποῦς συνειδήσεως παροικούσης; Hierocles 14, 451; Stob., Flor. 3, 24 [I 601ff H.] quotes sayings of Bias and Periander on ὀρθὴ or ἀγαθὴ συνείδησις; PRyl 116, 9 [II A.D.] θλιβομένη τῇ συνειδήσει περὶ ὧν ἐνοσφίσατο; Mitt-Wilck. II/2, 88 I, 35 [II A.D.]; BGU 1024 III, 7; PFlor 338, 17 [III A.D.] συνειδήσει=‘conscientiously’, also s. 3, below; Wsd 17:10; Jos., Ant. 16, 103 κατὰ συνείδησιν ἀτοπωτέραν; TestReub 4:3; TestJud 20:2 v.l.; συνείδησιν μολύνειν Hippol., Ref. 9, 23, 4) w. subj. gen. Ro 2:15; 9:1; 1 Cor 10:29a; 2 Cor 1:12; 4:2; 5:11; Hb 9:14 al.; ἡ ἰδία ς. 1 Ti 4:2. Opp. ἄλλη ς. another’s scruples 1 Cor 10:29b; διὰ τὴν ς. for conscience’ sake (cp. OGI 484, 37 διὰ τὸ συνειδός; Ps.-Dio Chrys. 20 [37], 35) Ro 13:5; 1 Cor 10:25, 27f; τὸ μαρτύριον τῆς ς. 2 Cor 1:12, cp. ς. as the subj. of μαρτυρεῖν Ro 9:1; cp. 2:15, or of ἐλέγχειν J 8:9 v.l. (s. ἐλέγχω 2). W. attributes: ς. ἀγαθή a good conscience (cp. Herodian 6, 3, 4; PRein s.v. καλός 2b) Ac 23:1; 1 Ti 1:5; 1 Pt 3:21 (on the topic cp. FSokolowski, Lois sacrées des cités grecques, Supplément ’62 no. 108, 4–7 ‘one who enters the temple … must be pure, not through bathing but in mind’); ἔχειν ἀγαθὴν ς. (cp. ἐλευθέραν ἐχ. τὴν ς. Did., Gen. 89, 11) 1 Ti 1:19; 1 Pt 3:16. Also ἐν ἀγαθῇ ς. ὑπάρχειν 1 Cl 41:1. ἐν ἀμώμῳ καὶ ἁγνῇ συνειδήσει περιπατεῖν Pol 5:3 (μετὰ συνειδήσεως ἀγαθῆς τελευτᾶν Hippol., Ref. 9, 26, 4); cp. 1 Cl 1:3. ς. ἀσθενής a weak conscience, indecisive because of being bound to old ways 1 Cor 8:7; cp. vss. 10, 12. ς. ἀπρόσκοπος Ac 24:16; καθαρὰ ς. 1 Ti 3:9; 2 Ti 1:3; 1 Cl 45:7; καθαρὸς τῇ ς. ITr 7:2; καλὴ ς. Hb 13:18; 2 Cl 16:4. ς. πονηρά a bad conscience or a consciousness of guilt (s. καρδία 1bδ) Hb 10:22; D 4:14; B 19:12; Hm 3:4. ἡ ς. μολύνεται 1 Cor 8:7. μιαίνεται Tit 1:15 (s. Dionys. Hal. above). καθαριεῖ τ. συνείδησιν ἡμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων Hb 9:14. κατὰ συνείδησιν (s. on this Vett. Val. 210, 1) τελειῶσαί τινα vs. 9.
    attentiveness to obligation, conscientiousness (for ins s. New Docs 3, 85; pap.) μετὰ συνειδήσεως conscientiously 1 Cl 2:4; ἐν ὁμονοίᾳ συναχθέντες τῇ ς. assembled in concord, with full consciousness of our duty 1 Cl 34:7.—MKähler, Das Gewissen I 1, 1878, RE VI 1899, 646ff; RSteinmetz, Das Gewissen bei Pls 1911; MPohlenz, GGA 1913, 642ff, Die Stoa ’48; ’49 (index), ZNW 42, ’49, 77–79; HBöhlig, Das Gewissen bei Seneka u. Pls: StKr 87, 1914, 1–24; FTillmam, Zur Geschichte des Begriffs ‘Gewissen’ bis zu den paulin. Briefen: SMerkle Festschr. 1922, 336–47; FZucker, Syneidesis-Conscientia 1928; TSchneider, D. paulin. Begriff d. Gewissens (Syneidesis): Bonner Zeitschr. f. Theol. u. Seelsorge 6, 1929, 193–211, D. Quellen d. paul. Gewissensbegr.: ibid. 7, 1930, 97–112; BSnell, Gnomon 6, 1930, 21ff; MDibelius Hdb.2 ’31 exc. on 1 Ti 1:5; HOsborne, Σύνεσις and ς.: ClR 45, ’31, 8–10, Συνείδησις: JTS 32, ’31, 167–79; GRudberg, JAEklund Festschr. ’33, 165ff; GJung, Συνείδησις, Conscientia, Bewusstsein: Archiv f. d. gesamte Psychologie 89, ’34, 525–40; WAalders, Het Geweten, ’35; CSpicq, La conscience dans le NT: RB 47, ’38, 50–80; BReicke, The Disobedient Spirits and Christian Baptism ’46, 174–82; JDupont, Studia Hellenistica 5, ’48, 119–53; HClavier, Συν., une pierre de touche de l’Hellénisme paulinien, announced in Studia Paulina [JdeZwaan Festschr.] ’53, p. 80 n. 1; CPierce, Conscience in the NT, ’55; BReicke, TZ 12, ’56, 157–61, esp. 159; DMariella Jr., The NT Concept of Conscience, diss. Vanderbilt ’59; PDelhaye, Studia Montis Regii (Montreal) 4, ’61, 229–51; JStelzenberger, Syneidesis im NT, ’61; MThrall, NTS 14, ’67/68, 118–25; BHarris, Westminster Theol. Journal 24, ’62, 173–86; RJewett, Paul’s Anthropological Terms, ’71, 402–46; HEckstein, Der Begriff Syneidesis bei Paulus ’83; GSelby, The Meaning and Function of ς. in Hb 9 and 10: Restoration Qtrly 28, ’86, 145–54 (internal awareness of sin); PGooch, Conscience in 1 Cor 8 and 10: NTS 33, ’87, 244–54; PTomson, Paul and the Jewish Law (CRINT III/1) ’90, 208–20 (‘consciousness’); EBorgh, La notion de conscience dans le NT: Filología Neotestamentaria 10, 1997, 85–98.—RAC X 1025–1107; BHHW I 564f.—New Docs 3 no. 69. DELG s.v. οἶδα C. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συνείδησις

См. также в других словарях:

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, νόμος — Νόμος περί ζ. και ζ. που τροποποιήθηκε επανειλημμένα και διατηρήθηκε με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτόν, τιμωρείται όποιος κλέβει ή σκοτώνει με πρόθεση ζώα, που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο και απαριθμούνται στην παράγραφο… …   Dictionary of Greek

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek

  • μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοποίηση — (Νομ.). Όρος που αναφέρεται στο ποινικό δίκαιο (άρθρο 375 Ποινικού Κώδικα), για τα αδικήματα κατά της περιουσίας (κλοπή, υπεξαίρεση κλπ.). Εκεί προβλέπεται η ποινή για όποιον ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα. Η ι.… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»