-
1 σκίῤῥον
σκίῤῥον, τό, = σκίῤῥος 2; die harte äußere Rinde des Käses, Ar. Vesp. 925, Schol. sagt τὸ ῥ υπῶδες ἐπὶ τῶν τυρῶν u. führt aus Eupolis an λοιπὸς γὰρ οὐδείς, τροφαλὶς ἐκείνη ἐφ' ὕδωρ βαδίζει σκίῤῥον ἠμφιεσμένη. Vgl. σκιῤῥόω.
См. также в других словарях:
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek
πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek