-
1 πεμπτος
I.3[adj. verb. к πέμπω См. πεμπω] посланныйοἱ ἀπὸ τῶν τετρακοσίων πεμπτοὴ πρέσβεις Thuc. — послы «совета Четырехсот»
II.3пятыйτὸ πέμπτον μέρος Plat. — пятая часть;
μέγαθος πέμπτης σπιθαμῆς Her. — величиною в четыре с половиной пехия (= 2.08 м.) (досл. в четыре πήχεις с пятой спитамой);π. μετὰ τοῖσιν Hom. — пятый вместе с ними;π. αὐτός Thuc. — сам пятый, т.е. впятером -
2 ελασσων
ἔλασσον, атт. ἐλάττων, ἔλαττον, gen. ονος [compar. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος] (superl. ἐλάχιστος)1) (тж. ἐ. τὸ μέγεθος Arst.) меньший(ἐξ ἐλάττονος ὄντος μεῖζον γίγνεται Plat.; γῆς ὄγκος ἐ. ἄστρων ἐνίων Arst.)
οὐκ ἐλάττους τετρακοσίων Her. — числом не менее четырехсот;δι΄ ἐλάσσονος Thuc. — на меньшем расстоянии;ἐλάχιστοι τὸν ἀριθμόν Arst. — наименее многочисленные;οὐδενὸς ἔλαττον ἁμάρτημα Isocr. — величайшее преступление2) низший, более слабый, тж. худший, уступающий(τινί Dem.)
περὴ ἐλάσσονος ποιεῖσθαι Her. и παρ΄ ἔλαττον ἡγεῖσθαι Plat. — невысоко ставить ( или ценить), относиться с пренебрежением;οὐδενὸς ἐ. Arph. — никому не уступающий;ἐν ἐλάττονι τίθεσθαι Polyb. — быть в пренебрежении;ἐ. τοῦ φθονεῖσθαι Plut. — не стоящий зависти;ἐλάττους τῶν σιτίων γίγνεσθαι Xen. — становиться чревоугодниками - см. тж. ἔλασσον
См. также в других словарях:
ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… … Dictionary of Greek
Θηραμένης — (451; – 404 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν μετριοπαθής ολιγαρχικός. Συνεργάστηκε στην κατάλυση της δημοκρατίας το 411 π.Χ. και αποτέλεσε μέλος του συμβουλίου των Τετρακοσίων. Μετά την πτώση τους διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη… … Dictionary of Greek
πάραλος — Ιερή τριήρης της αρχαίας Αθήνας, που μαζί με το άλλο ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία εχρησιμοποιείτο για επείγουσες κρατικές υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό είχε μόνιμο πλήρωμα, που βρισκόταν συνεχώς σε ετοιμότητα. Οι δύο αυτές τριήρεις είχαν πάρει τα… … Dictionary of Greek
αριστοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορχομενού της Αρκαδίας (7ος αι. π.Χ.). Υπήρξε σύμμαχος του Μεσσήνιου Αριστομένη στους αγώνες του εναντίον της Σπάρτης. Τον πρόδωσε δύο φορές στους Σπαρτιάτες. 2. Αθηναίος στρατηγός (; – 406 π.Χ.). Ήταν… … Dictionary of Greek
Φλαντρέν, Ιππόλυτος — (Flandrin, Λιόν 1809 – Ρώμη 1864). Γάλλος ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Ενγκρ, την τεχνοτροπία του οποίου μιμήθηκε. Το 1832 πήγε στη Ρώμη, όπου έζησε πέντε χρόνια, στη διάρκεια των οποίων τιμήθηκε με το Βραβείο της Ρώμης. Εκεί δέχτηκε επίσης την… … Dictionary of Greek
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek
συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… … Dictionary of Greek
Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… … Dictionary of Greek
Λακάγ, Νικολά Λουί ντε- — (Nicolas Luis de Lacaille, Ριμινί 1713 – Παρίσι 1762). Γάλλος αστρονόμος. Ανατράφηκε σε μια εύπορη οικογένεια με προοδευτικές αντιλήψεις, ενώ διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον κορυφαίο την εποχή εκείνη αστρολόγο Ζακ Κασίνι, που εργαζόταν στο… … Dictionary of Greek
ανδρών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Εφέσιος συγγραφέας (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε σύγγραμμα για τους Επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας με τον τίτλο Τρίπους. 2. Αθηναίος πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν πατέρας του Ανδροτίωνα και μέλος της κυβέρνησης των… … Dictionary of Greek
πεμπτός — ή, ό / πεμπτός, ή, όν, ΝΑ [πέμπω] σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.) … Dictionary of Greek