-
1 λυκόω
λυκόω, wie ein Wolf anfallen, zerreißen, τῶν προβάτων λελυκωμένα, vom Wolfe zerrissene Schaafe, Xen. Cyr. 8, 3, 16, vgl. λυκόβρωτος.
-
2 λυκοομαι
-
3 λυκόω
λυκόω, wie ein Wolf anfallen, zerreißen, τῶν προβάτων λελυκωμένα, vom Wolfe zerrissene Schafe
См. также в других словарях:
λυκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη της Ιφιθέας και του Δίωνα, βασιλιά της Λακεδαίμονας. Ο Απόλλων χάρισε το δώρο της μαντικής τόσο σε αυτή όσο και στις αδελφές της, Όρφη και Καρύα. Επειδή η Λ. και η Όρφη εμπόδισαν την Καρύα να … Dictionary of Greek