-
1 ηγεμονια
ион. ἡγεμονίη ἥ1) предводительство(вание), руководство, управление2) начальствование, командование(ἥ ἡ. τοῦ πολέμου Her., κατὰ πόλεμον и τῶν πολεμικων Arst.; τῶν λοχαγῶν ὀπισθοφυλάκων Xen.; τῶν στρατοπέδων Plat.)
3) правление, царствование(Τιβερίου Καίσαρος NT.)
4) юр. право председательствования(δικαστηρίων Aeschin.)
5) политическое верховенство, первенство, гегемонияἡ ἡ. τῆς Ἑλλάδος Xen., τῶν Ἑλλήνων Polyb. — гегемония (одного греческого государства) над всей Грецией
6) войсковая часть -
2 κατάργηση
[-ις (-εως)] η упразднение, ликвидация, отмена;η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας — отмена частной собственности;
η κατάργηση τού νόμου — упразднение закона;
κατάργηση των πολεμικών ( — или στρατιωτικών) βάσεων — ликвидация военных баз
-
3 επιμελεια
ἥ1) забота, радение, попечение(τινος Xen., Plat., Arst., Plut.; περί τινος Thuc., Isocr.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.; πρός τινα и πρός τι Plat., Dem., Plut.)
ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι или ἔχειν τινός Her., Xen., περί τι Plat. и περί τινος Thuc., тж. δι΄ ἐπιμελείας ἔχειν τινά Isae. — заботиться о ком(чем)-л.;οἰκείων ἅμα καὴ πολιτικῶν ἐ. Thuc. — попечение как о личных, так и о государственных делах;ἐπιμέλειαι καὴ σπουδαί τινος Plat. — усиленное попечение о чем-л.;ἐ. τῶν κοινῶν Isocr. — выполнение общественных поручений;2) ( в отличие от ἀρχή) общественное поручение, общественный пост3) занятие, дело, область деятельности, поприщеἡ κατὰ γῆν ἐ. Xen. — роль сухопутной державы;
ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιμελείαις, περὴ ὧν ἐστὴν ἐπιστήμη Arst. — во всех прочих отраслях науки;ἐ. πολεμικῶν Arst. — военное дело;
См. также в других словарях:
Κοραλλίων, θάλασσα των- — Τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, μεταξύ της βορειοανατολικής Αυστραλίας, της Νέας Γουινέας, των νησιών του Σολομώντα, του Βανουάτου και της Νέας Καληδονίας. Η θάλασσα ονομάζεται έτσι εξαιτίας των πολλών κοραλλιογενών σχηματισμών που περιλαμβάνει.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Καλαμάτα — Πόλη (υψόμ. 20 μ., 49.154 κάτ.), πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη στον μυχό του Μεσσηνιακού κόλπου, αποτελεί το σημαντικότερο λιμάνι της νότιας Πελοποννήσου, από το οποίο εξάγονται κυρίως ελαιόλαδο, ελιές,… … Dictionary of Greek
επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek