-
1 χαλιναγωγεω
досл. управлять посредством узды, перен. обуздывать(ἕκαστα τῶν παθῶν Luc.; ὅλον τὸ σῶμα NT.)
-
2 αναζωπύρωση
[-ις (-εως)] η1) прям., перен. разжигание, раздувание;των παθών — новая вспышка страстей;2) воодушевление, ободрение; оживление -
3 αναμόχλευμα
το, αναμόχλευσις (-εως) η1) поднимание рычагом; 2) вынимание, выкапывание (земли); 3) перен. раздувание (ссоры и т. п.);αναμόχλευ των παθών — разжигание страстей
-
4 δεσπόζω
αμετ.1) доминировать, преобладать, быть основным; 2) господствовать, возвышаться, доминировать (над чём-л.); 3) уст. господствовать, властвовать;§ δεσπόζω των παθών μου — уметь сдерживаться, владеть собой
-
5 έξαψη
[-ις (-εως)] η1) разжигание, возбуждение;έξαψη των παθών (τού μίσους) — разжигание страстей (ненависти);
2) гнев; раздражение, негодование;εν εξάψει в пылу раздражения;στην έξαψη τού θυμού μου — в пылу гнева;
έχω εξάψεις у меня кровь приливает к лицу от гнева;3) лихорадка, возбуждение, волнение;κατάσταση έξαψης — лихорадочное состояние;
4) вспышка;έξαψη πάθους — вспышка страсти;
έξαψη του πυρετού — жар; — лихорадка;
5) мед. прилив крови (к лицу) -
6 έρμαιο(ν)
-
7 έρμαιο(ν)
-
8 τάραχος
ο:ετράβηξε των παθών του τον τάραχο — он много испытал
-
9 τρικυμία
η1) буря, шторм; 2) перен. буря;η τρικυμία των παθών — буря страстей
-
10 εβδομάδα
εβδομάδα ηнеделя, седмица;ΦΡ.Μεγάλη Εβδομάδα / Εβδομάδα των Παθών — Страстная СедмицаΚαθαρά Εβδομάδα — первая неделя Великого Поста, см. Μεγάλη Εβδομάδα (буквально – Чистая неделя)Этим.< дргр. εβδομάς, -άδος < έβδομος «седьмой» -
11 πάθος
πάθος το1) страсть;2) беда, горесть, страдание;ΦΡ.Εβδομάδα των Παθών — Страстная Неделя – неделя перед праздником Воскресения Христова, когда Церковь молитвенно вспоминает спасительные страдания Христовы, см. Μεγάλη ΕβδομάδαЭтим.дргр. < πάσχω «страдать, терпеть»
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
Ντίρερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Durer, Νυρεμβέργη 1471 – 1528). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι η πιο σημαντική προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αι. Με την πολύπλευρη δραστηριότητα του σημειώνει την έναρξη της Αναγέννησης στη Bόρεια Ευρώπη. Τρίτος γιος της… … Dictionary of Greek
Σπινόζα, Μπαρούχ ντε- — (Spinoza). Ολλανδός φιλόσοφος (Άμστερνταμ 1632 Χάγη 1677), ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Ντεκάρτ και το Λάιμπνιτς, της προκαντιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας. Από εβραϊκή οικογένεια που είχε καταφύγει από την Ισπανία στην Ολλανδία… … Dictionary of Greek
παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
κάθαρση (τραγική) — Όρος που αναφέρεται στο αίσθημα οίκτου και ελέους που προξενούν στους θεατές τα παθήματα του ήρωα μιας θεατρικής τραγωδίας.Στην αριστοτελική φιλοσοφία η έννοια της κ. έλαβε ακριβή αισθητική σημασία, που αφορά τη δραματική μορφή και έχει την… … Dictionary of Greek