-
1 προσφορα
I.ἥ1) прибавление, увеличение(τῶν ἡμαρτημένων Soph.)
2) преподнесение, подача Plat.3) дар, благодеяние Soph.4) применение, употреблениеἡ π., ὅντινα τρόπον προσφέρειν δεῖ Plat. — надлежащий способ употребления;
ἥ π. τῶν αἰτιῶν Arst. — объяснение через причины5) приставление(τῶν κλιμάκων Polyb.)
6) (тж. π. τῆς τροφῆς Arst.) прием пищи(πόσεις καὴ προσφοραί Plut.)
7) приношение, подношение(π. καὴ θυσία τῷ θεῷ NT.)
II.Iτά полезное, нужное, необходимое(τὰ π. πάντα Arph.)
τὰ π. τῆς συμφορᾶς Eur. — необходимая помощь в беде;τὰ π. μακρᾶς κελεύθου Aesch. — отдых, необходимый после долгого путешествияIIadv. надлежащим образом, как следует или осторожно(π. μ΄ αἴρετε Eur.)
-
2 στασις
1) расстановка, устанавливание(τῶν δικτύων Xen.; τῶν κλιμάκων Polyb.)
2) стояние на месте, неподвижность, покой(κίνησις καὴ σ. Arst.)
σ. μελῶν Arph. = τὸ στάσιμον 13) остановкаστάσιν λαμβάνειν Polyb. — останавливаться
4) место стояния, стоянкаἔχειν στάσιν Her. — занимать позицию;
τῆς στάσεως παρασύρειν τὰς δρῦς Arph. — срывать дубы с места5) стойлоσ. ἵππων Eur. — конюшня
6) осанка, вид, внешность(ἥ Ἰνοῦς σ. Eur.)
ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν Plat. — более красивый с виду7) положение, состояниеἡ σ. τῶν ὡρέων Her. — порядок времен года;
ἥ σ. τῆς μεσαμβρίης Her. — юг;μειρακιώδης σ. Polyb. — юность, юношеский характер8) точка зрения, (философское) направление(ἥ Καρνεάδου σ. Plut.)
9) политическая группировка, партия Her., Thuc.10) восстание, мятеж, раздор(πόλεμοι καὴ στάσεις Plut.; τὰς στάσεις ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Isocr.; στάσει νοσοῦσα πόλις Eur.)
σ. γλώσσης Soph. — пререкания, спор11) несогласие, расхождение(τῇ γνώμῃ Thuc.)
οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) σ. Aesch. — разногласия нет12) бушевание(ἀνέμου Polyb.)
σ. ἀντίπνους Aesch. — встречный ветер;ἐτησίων στάσιν ἐχόντων Polyb. — когда непрерывно дуют этесийские ветры13) толпа, народ(σ. ἀκόρετος Aesch.)
-
3 ξυμμετρια
ἥ1) соразмерность, правильное соотношение(νυκτὸς πρὸς τέν ἡμέραν Plat.; θερμῶν καὴ ψυχρῶν Arst.)
2) сообразность, пригодностьἡ τοῦ χρόνου σ. Plat. — своевременность
3) измерение(τῶν κλιμάκων Polyb.)
4) соизмеримость Arst. -
4 συμμετρια
ἥ1) соразмерность, правильное соотношение(νυκτὸς πρὸς τέν ἡμέραν Plat.; θερμῶν καὴ ψυχρῶν Arst.)
2) сообразность, пригодностьἡ τοῦ χρόνου σ. Plat. — своевременность
3) измерение(τῶν κλιμάκων Polyb.)
4) соизмеримость Arst. -
5 προσθεσις
- εως ἥ1) приставление (sc. κλιμάκων Thuc., Polyb.)2) прибавление, присоединение(σχίσεις καὴ προσθέσεις Plat.)
3) мат. сложение(ἀριθμῶν Arst.)
4) грам. простез ( добавление приставки)
См. также в других словарях:
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… … Dictionary of Greek
συμμέτρησις — ήσεως, ἡ, Α [συμμετρῶ] μέτρηση που γίνεται μετά από σύγκριση, από παραβολή («ἡ ξυμμέτρησις τῶν κλιμάκων» υπολογισμός τού μήκους τών κλιμάκων σε σύγκριση με το ύψος τού τείχους, Θουκ.) … Dictionary of Greek
άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… … Dictionary of Greek
Τζαρλίνο, Tζοζέφο — (Zarlino, 1517 – 1590). Ιταλός θεωρητικός της μουσικής. Μαθήτευσε κοντά στον Βίλαρτ, πήρε το ιερατικό σχήμα και γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη, όπως διαφαίνεται από το γεγονός, ότι διαδέχτηκε τον Κυπριανό ντε Ποπ ως μουσικός διευθυντής του ναού του … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… … Dictionary of Greek