-
1 τιτυσκομαι
1) устраивать, приготовлятьτ. πῦρ Hom. — разводить огонь
2) запрягать(ἵππω ὑπ΄ ὄχεσφι Hom.)
3) метить, целитьсяτ. τινός τινι Hom. — прицеливаться в кого-л. чем-л.;
φώριον βλέμμα τ. τινος Anth. — украдкой бросать на кого-л. взгляд;τ. φρεσί Hom. — намечать, намереваться;τιτυσκόμεναι φρεσὴ νῆες Hom. — направляемые по своему усмотрению корабли
См. также в других словарях:
τιτύσκομαι — make pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… … Dictionary of Greek
τιτυσκομένων — τιτύσκομαι make pres part mp fem gen pl τιτύσκομαι make pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτυσκόμεθα — τιτύσκομαι make pres ind mp 1st pl τιτύσκομαι make imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτυσκομένη — τιτύσκομαι make pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτυσκομένοιο — τιτύσκομαι make pres part mp masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτυσκόμεναι — τιτύσκομαι make pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτυσκόμενοι — τιτύσκομαι make pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτυσκόμενος — τιτύσκομαι make pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτύσκεαι — τιτύσκομαι make pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτύσκει — τιτύσκομαι make pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)