-
1 ἐπί-μαχος
ἐπί-μαχος, 1) leicht anzugreifen, angreifbar, von einem Orte, der einen leichten Angriff gestattet, τῇ ἦν ἐπίμαχον τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος, im Ggstz von ἄμαχος, Her. 1, 84, wie τῇ μάλιστα ἔσκε ἐπίμαχον τοῦ τείχους 6, 133; superl., 9, 21; ὃ ἦν ἔκ τε ϑαλάσσης ἀπόκρημνον καὶ ἐκ τῆς γῆς ἥκιστα ἐπίμαχον Thuc. 4, 31; Xen. Hell. 7, 1, 35 u. Sp. – 2) = σύμμαχος, Sp., wie Porphyr. – 3) kampffertig, Thom. Mag. – 4) worüber man kämpft, streitig, Hel. 8, 1.
См. также в других словарях:
επίμαχος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο μάρτυς. Ασκητής, ο οποίος μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Ιουλίου. * * * η, ο (AM ἐπίμαχος, ον)… … Dictionary of Greek