-
21 οὐρίαχος
οὐρίαχος, ὁ (von οὐρά), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος οὐρίαχος, das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. οὐρακός.
-
22 οὐρ-ᾱγία
οὐρ-ᾱγία, ἡ, das Amt des οὐραγός, das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = οὐρά, Ggstz von στόμα, v. l. bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.
-
23 αἴλουρος
-
24 ἀπο-στύφω
ἀπο-στύφω, zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433.
-
25 ἀλκαία
-
26 ὄῤῥος
ὄῤῥος, ὁ, das Ende des Steißbeins, an welchem bei den Thieren der Schwanz sitzt, ϑλίβει τὸν ὄῤῥον, Ar. Pax 1205; übh. Steiß, wie Lys. 964, ποῖοι δ' ὄρχεις, ποία δ' ὀσφύς; ποῖος ἂν ὄῤῥος; ἀλγεῖν ἄρχομαι τὸν ὄῤῥον, Ran. 222; ἀνατεϑεὶς ἐπὶ τὴν ἀστράβην ἐδάρην τὸν ὄῤῥον, Luc. Lexiph. 2. – Mit οὐρά zusammenhangend; vgl. Arsch.
-
27 δίσκουρα
δίσκ-ουρα, τά ( οὖρον), die Wurfweite des Diskus; ἐς δίσκουρα λέλειπτο, auf Wurfweite war er zurückgeblieben -
28 ἐπίουρα
-
29 εὔλυτος
εὔ-λυτος, leicht zu lösen, loszubinden; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig; κοιλία, vom Stuhlgang; leicht, wie οὐκέϑ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen; κινήσεις, leicht, flink; στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu. Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend (medic.) -
30 κυνοςουρά
κυνος-ουρά, ἡ, der Hundeschwanz, das Gestirn des kleinen Bären -
31 κυνόςουρα
κυνός-ουρα ᾠά, τά, Windeier -
32 οὐρᾱγία
-
33 σαίνω
σαίνω, (1) wedeln mit dem Schwanz, eigtl. vom Hunde, von Wölfen u. Löwen; οὐρῇ τε καὶ οὔασι σαίνειν, mit Schwanz und Ohren wedeln, wackeln; trans., σαίνειν οὐράν, den Schwanz wedelnd hin und her bewegen; auch ἡ οὐρὰ σαίνει, der Schwanz wedelt; σαίνειν τινά, einen anwedeln. Übertr., schmeicheln, liebkosen; schmeicheln; μόρον, dem Tode schmeicheln, daß er einen nicht wegraffe, = ihn scheuen, meiden; σαίνων τε γαστρὸς ἀνάγκαις, nachgebend; ποτὶ ἀγγελίαν, eine Botschaft freundlich aufnehmen; σαίνων ποτὶ πάιτας, freundlich oder gefällig gegen einen sein; übertr. von sanften, schmeichelnden Meereswellen; (2) von einem Worte: παιδός με σαίνει φϑόγγος, der Ton trifft mein Ohr, so übh. erschüttern, bewegen, erschrecken
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οὐρά — οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc/acc dual οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρᾷ — οὐρά tail fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
ουρά — η 1. το άκρο όπου τελειώνει η σπονδυλική στήλη των σπονδυλωτών ζώων: Ουρά του ελέφαντα, του αλόγου κτλ. 2. μτφ., καθετί που μοιάζει με ουρά: Ουρά χαρταετού, φορέματος, του γράμματος ρ, του αεροπλάνου κτλ. 3. οπισθοφυλακή στρατεύματος. 4. το τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
ούρα — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
οὖρα — οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc pl οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχτοκουλ(λ)ούρα — η, Ν κουλούρα ψημένη σε καυτή στάχτη, στη χόβολη … Dictionary of Greek
κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίας — οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem acc pl οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)