-
1 συῤ-ῥέπω
συῤ-ῥέπω, sich mit, zusammen neigen, wenden, τῇ διανοίᾳ ἐπὶ τοὺς τόπους Pol. 3, 38, 5.
-
2 συν-δια-νεύω
συν-δια-νεύω, mit od. zugleich sich neigen, wenden; πάντῃ συνδιανευόντων τῶν ὀργάνων, Pol. 1, 23, 10; u. übertr., τῇ διανοίᾳ χρὴ συνδιανεύειν καὶ συῤῥέπειν ἐπὶ τοὺς τόπους, 3, 38, 5; Sp., wie Plut.
См. также в других словарях:
συρρέπω — Α [ῥέπω] κλίνω, ρέπω προς κάτι μαζί με κάτι άλλο («τῇ διανοίᾳ χρὴ συνδιανεύειν καὶ συρρέπειν ἐπὶ τοὺς τόπους», Πολ.) … Dictionary of Greek