-
1 υποστασις
- εως ἥ1) выдерживание, поддерживание(τοῦ βάρους Arst.)
2) оседание, опадание(τοῦ κύματος Arst.)
3) осадок, отстой (sc. τοῦ οἴνου Arst.)4) физиол. выделение(ἥ ἐκ τῶν νεφρῶν ὑ. Arst.)
5) сгущение, уплотнениеνέφους ὑποστάσεις Diod. — возникновение туч, облачность
6) густая похлебка Men.7) архит. основание, фундамент(τοῦ τάφου Diod.)
8) основа, план, схемаἡ ὑ. τῆς ἐπιβολῆς Diod. — основной план
9) стойкость, твердость, выдержка(ὑ. καὴ τόλμα Polyb.)
10) существование, реальность, действительностьτὰ μέν ἐστι κατ΄ ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ΄ ὑπόστασιν Arst. — одни (явления) существуют в видимости, другие же в действительности;
ὑπόστασιν ἔχειν Sext. — быть реальным11) сущностьκατὰ τέν ὑπόστασιν Luc., Sext. — в сущности, по существу
12) личность13) твердость, уверенность(ἐλπιζομένων NT.)
-
2 δυσκρατητος
2с трудом управляемый, которым трудно овладеть -
3 επιβολη
ἥ1) накидывание, набрасывание(ἱματίων Thuc.)
2) забрасывание, закидывание(χειρῶν σιδηρῶν ἐπιβολαί Thuc.)
3) прикладывание(σημείων ἐπιβολαί Luc.)
4) приложение, обращение(τῆς διανοίας Epicur. ap. Diog.L.)
5) кладка, слой, ряд(ἐπιβολαὴ τῶν πλίνθων Thuc.; sc. τῶν δοκῶν Diod.)
βυρσῶν ἐπιβολαί Luc. — сшитые из шкур паруса6) обложение, налог(βαρυνόμενοι ταῖς ἐπιβολαῖς Polyb.)
7) набор, мобилизация (sc. τῶν στρατιωτῶν Polyb.)8) пеня, штрафἐπιβολὰς ἐπιβάλλειν Lys., Xen. или ψηφίζεσθαι Arph. — облагать штрафами
9) замысел, намерение(ἐπιβολέν ἐκφροντίζειν Thuc.)
ἥ ἐ. τῆς ἱστορίας Polyb. — намерение написать историю;ἐξ ἐπιβολῆς Lys., Diod. — преднамеренно, предумышленно10) обхватывание, обхват(αἱ παλαιόντων ἐπιβολαί Plut.)
11) натиск, напор, вторжение(τῆς θαλάσσης Plut.)
12) нападение, набег Polyb., Plut.
См. также в других словарях:
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά … Dictionary of Greek
Δαντόν — (Αρσί σιρ Ομπ 1759 – Παρίσι 1794). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου πολιτικού Ζορζ Ζακ Νταντόν (Georges Jacques Danton). Ο Δ., που καταγόταν από επαρχιακή αστική οικογένεια, εγκαταστάθηκε το 1780 στο Παρίσι, όπου άσκησε το δικηγορικό… … Dictionary of Greek
Μεταξάς, Ιωάννης — (Ιθάκη 1871 – Αθήνα 1941). Στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στην ελληνική Σχολή Ευελπίδων και στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, ενώ συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς του 1912 13 ως αξιωματικός του… … Dictionary of Greek
Σφενδόνας επανάσταση — Η περίοδος αναταραχών και εξεγέρσεων που, κατά την περίοδο της ανηλικότητας του Λουδοβίκου ΙΔ’ και της αντιβασιλείας της Άννας της Αυστριακής (από το 1648 ως το 1653) συγκλόνισαν τη Γαλλία και κυρίως το Παρίσι. Οι όροι fronde και fron deur… … Dictionary of Greek