Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῆς+ἀξίας

  • 41 уменьшение

    1. (в количестве, числе, силе, мощности и т.д.) η ελάττωση, η μείωση
    линейное полигр. - γραμμική -
    - расходов фин. - των εξόδων/δαπανών
    - стоимости эк. - της τιμής/αξίας
    2. (линзы, объектива, изображения при печати и т.д.) η σμίκρυνση
    оптическое - οπτική -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уменьшение

  • 42 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

  • 43 деноминация

    θ.
    υποτίμηση της ονομαστικής αξίας του χαρτονομίσματος.

    Большой русско-греческий словарь > деноминация

  • 44 достоинство

    ουδ.
    1. πλεονέκτημα, προτέρημα, αρετή•

    -а и недостатки προτερήματα και ελαττώματα.

    || αξία, σπουδαιότητα.
    2. αξιοπρέπεια•

    считать ниже своего -а θεωρώ κατώτερο της αξιοπρέπειας μου.

    || υπερηφάνεια, αυτοσεβασμός.
    3. αξία, τίμημα•

    монета десятирублвого -а νόμισμα αξίας δέκα ρουβλιών.

    4. παλ. αξίωμα, κοινωνική θέση.
    εκφρ.
    оценить по -у – εκτιμώ κατά την αξία.

    Большой русско-греческий словарь > достоинство

  • 45 оценка

    θ.
    1. εκτίμηση (αξίας)•

    оценка иму-шества εκτίμηση περιουσίας.

    || διατίμηση•

    оценка товаров διατίμηση εμπορευμάτων.

    2. μτφ. κρίση, αξιολόγηση•

    правильная оценка политической обстановки σωστή εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης•

    положительная оценка θετική εκτίμηση•

    отрицательная оценка αρνητική εκτίμηση•

    согласно -е σύμφωνα με την εκτίμηση ή κατά την εκτίμηση•

    дать настоящую -у чему-л. δίνω (κάνω) πραγματική εκτίμηση σε κάτι.

    || βαθμός σχολικός•

    получить хорошую -у за сочинение παίρνω καλό βαθμό στην σύνθεση (έκθεση ιδεών).

    Большой русско-греческий словарь > оценка

  • 46 сотенный

    επ.
    1. εκατοστάρικος•

    сотенный билет ή -ая бумажка το εκατοστάρικο (χαρτονόμισμα εκατό ρουβλιών).

    2. αξίας εκαιό ρουβλιών.
    3. της ίλης ιππικού•

    сотенный атаман ίλαρχος αταμάνος.

    || ουσ. ίλαρχος.
    εκφρ.
    - ые весы – η πλάστιγκα με σταθμά ένα προς εκατό.

    Большой русско-греческий словарь > сотенный

  • 47 ценность

    θ.
    1. τιμή• αξία•

    определить ценность меха εκτιμώ την σ.ΐ,ίσ. της γούνας•

    -вещь высокойценностьи πράγμα υψηλής αξίας.

    2. μτφ. βαρύτητα•

    его мысль имеет большую ценность η γνώμη του έχει μεγάλη βαρύτητα.

    εκφρ.
    материальные -и – οι υλικές αξίες•
    культурныеценностьи – πολιτιστικές αξίες.

    Большой русско-греческий словарь > ценность

См. также в других словарях:

  • Αβίζ, Τάγμα της- — Πορτογαλικό θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα. Ιδρύθηκε το 1147 για να αντιμετωπίσει την προέλαση των Μαυριτανών στην Ιβηρική. Οφείλει το όνομά του στο οχυρό Α. (σήμερα ομώνυμη κωμόπολη της κεντρικής Πορτογαλίας), που παραχώρησε o βασιλιάς Αλφόνσος Α’… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • υπεραξία — Η διαφορά μεταξύ της αξίας ενός οικονομικού αγαθού και της αμοιβής της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Κατά τον Μαρξ (που χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά), η κεφαλαιοκρατική οργάνωση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»