Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τῆς+πείρας

  • 1 αποκρουω

        1) отбивать, отламывать
        2) преимущ. med. отбивать, отражать, отталкивать
        

    (φύλακας τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου Xen.; τινὰ ἐν τῇ μάχῃ, τρεῖς προσβολάς Plut.)

        3) pass. терпеть крушение, неудачу
        

    τοῦ ἵππου ἀποκρούεσθαι Xen. — быть опрокинутым лошадью;

        ἀποκρούεσθαι τῆς πείρας Thuc., Polyb.терпеть неудачу в своей попытке

    Древнегреческо-русский словарь > αποκρουω

  • 2 πειρα

        I.
         πειρά
        - ᾶς ἥ острие, кончик
        

    (κοπάνων Aesch.)

        II.
         πεῖρα
        ион. πείρη ἥ [πειράω]
        1) испытание, проба
        

    πεῖράν τινος λαμβάνειν Plat., Xen. etc.подвергнуть что-л. испытанию;

        πεῖραν ἀλλήλων λαμβάνοντες καὴ διδόντες Plat. — взаимно испытывая друг друга;
        ἀποδοκιμασθῆναι διὰ τῆς πείρας Arst. — быть отвергнутым в результате пробы;
        ἐπὴ πείρᾳ Arph. — в виде опыта, т.е. чтобы убедить(ся);
        ὅποτε πεῖραν ἤδη ἔχετε αὐτῶν Xen. — так как вы знаете, каковы они (досл. уже испытали их);
        εἰς πεῖραν ἐλθεῖν τινος Eur.испытать кого-л., убедиться в ком-л.;
        ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι Xen.быть близко знакомым с кем-л.

        2) попытка, предприятие, начинание
        πείρᾳ τινὸς σφάλλεσθαι Thuc.потерпеть неудачу в своей попытке чего-л.;
        αὐτόματον γὰρ οὐδὲν, ἀλλ΄ ἀπὸ πείρης πάντα φιλέει γίνεσθαι Her. — само собой ничто (не приходит), но все достигается попыткой, т.е. требует риска

    Древнегреческо-русский словарь > πειρα

  • 3 εκ

    (перед гласн. εξ) πρόθ. με γεν.
    1) (при обознач, места) из; с; εκ τού παραθύρου из окна; ανεχώρησεν εξ Αθηνών он выехал из Афин; αφίκετο εκ Παρισίων он прибыл из Парижа; κατέπεσεν εξ ΰψους δέκα μέτρων он упал с высоты десять метров; εκ δεξιών справа, с правой стороны; εξ αριστερών слева, с левой стороны; εκ τού πλησίον, εκ τού σύνεγγυς с близкого расстояния; εκ των πλαγίων сбоку; εκ των έμπροσθεν спереди; εκ των όπισθεν сзади, с тылу; 2) (при обознач, происхождения, источника): τα εκ τού εμπορίου κέρδη торговые доходы; κατάγεται εξ ευγενών он из дворян; κατάγεται εκ Πελοποννήσου он из Пелопоннеса; έλαβε τα χρήματα εκ τού ταμείου он получил деньги из кассы; 3) (при обознач, лица или предмета, которого касаются, который хватают, захватывают); τον ήρπασε εκ της κόμης он его схватил за волосы; κρατώ το παιδίον εκ της χειρός держать ребёнка за руку; 4) (при обознач, выбора или целого, часть которого выделяется) из; έν εκ των δύο одно из двух; εκ δεκαπέντε ψήφων έλαβε δέκα из пятнадцати голосов он получил десять; 5) (при обознач, материала или состава) из; οϊνος εκ σταφυλών виноградное вино; επιπλα εκ ξύλου δρυός дубовая мебель; λεξικόν εξ επτά τόμων словарь в семи томах; 6) (при обознач, причины) от; по; εκ χαράς от радости; εκ της οργής от гнева, ярости; θάνατος εξ ασιτίας смерть от голода, голодная смерть; εξ αγνοίας по незнанию; εξ αμελείας по легкомыслию; τον ανεγνώρισα εκ τού χρώματος της κόμης του я его узнал по цвету волос; εξ αιτίας из-за; вследствие; по причине; εξ αίτιας του благодаря ему; из-за него; по его вине; 7) (при обознач, времени) с; εξ αρχής или ξαρχής сначала; εξ υστερης затем, после; εξ αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён; εξ απαλών ονύχων с юных лет; 8) (при обознач, превращения, перемены, изменения) из; ανέστη εκ νεκρών он воскрес из мёртвых; έγινε εξ αγαθοό κακός из доброго он стал злым; 9) (при обознач, родства): συγγενής εκ πατρός родственник по отцу; 10) (входит в состав наречных выражений): εξ άλλου вместе с тем; между прочим; εξ ονόματος μου от своего имени; εκ μέρους μου я со своей стороны, с моей стороны; εξ όψεως с виду; по виду; εξ ακοής понаслышке; εξ ανάγκης по необходимости; вынужденно; εξ Άπαντος или εξάπαντος безусловно, непременно; ως εκ τούτου вследствие этого; εξ ίσου или εξίσου поровну; в такой же мере; одинаково; εξ απρόοπτου внезапно, неожиданно;

    εκ του αφανούς — незаметно; — невидимо;

    εκ συμφώνου по соглашению;
    εκ των ενόντων исходя из обстоятельств, исходя из наших возможностей; θα εξοικονομήσουμε εκ των ενόντων что-нибудь придумаем; как-нибудь выйдем из положения; εκ πείρας по опыту; εκ νέου снова, заново; μάχη εκ τού συστάδην врукопашную; εκ ταχείας быстро

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκ

  • 4 ανταλλαγή

    η мена; обмен (тж. перен.);

    ανταλλαγ εμπορευμάτων — товарообмен;

    ανταλλαγή γνωμών (πείρας) — обмен мнениями (опытом);

    ανταλλαγή επισκέψεων — обмен визитами;

    ανταλλαγή της ΰλης — обмен веществ;

    ανταλλαγή προϊόντων эк — клиринг;

    § όργανο ανταλλαγης — деньги;

    οι ανταλλαγές — товарообмен между странами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανταλλαγή

См. также в других словарях:

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… …   Dictionary of Greek

  • παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι πηγή κάθε γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να καθοριστεί με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • Πεγκολότι, Φραγκίσκος — (Pegolotti). Φλωρεντινός έμπορος και περιηγητής, που έδρασε στο πρώτο μισό του 14ου αι. Ήταν συνεργάτης του μεγάλου εμπορικού οίκου των Μπάρντι (Bardi), τους οποίους αντιπροσώπευε στην Αμβέρσα (1315 17), Αγγλία (1317) και Κύπρο (1324 1327).… …   Dictionary of Greek

  • Φουέντες, Κάρλος — (Fuentes, Πόλη του Μεξικού 1928 –) Μεξικανός συγγραφέας. Είναι ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους συγγραφείς των λατινοαμερικανικών χωρών, εξαιτίας της νεωτεριστικής του τεχνικής και της γλωσσικής του αρτιότητας. Ξεκίνησε ως συγγραφέας το… …   Dictionary of Greek

  • στερεότυπα, κοινωνικά — Είναι το προϊόν της απόδοσης ενός χαρακτηριστικού στα αντικείμενα (π.χ. ομάδες ατόμων), που προέρχεται από μια επιπόλαιη ή πολύ κατά προσέγγιση και αυθαίρετη γενίκευση, και επομένως αποκλείει κάθε λογική επεξεργασία ή πειραματική επαλήθευση.… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που από πείρα ξέρει κάτι, που έχει πείρα. 2. που ενεργεί ή γίνεται βάσει της πείρας (και όχι της επιστημοσύνης): Εμπειρικά φάρμακα. 3. (φιλοσ.), που στηρίζεται στην αντίληψη. 4. «εμπειρικός γιατρός», ο πρακτικός γιατρός. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»