-
1 επιμελητης
- οῦ ὅ1) попечитель, руководитель, заведующий, тж. начальник, глава(τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Arph.; παιδείας и περὴ τῆς παιδείας Plat.; τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Xen.)
ἐ. τῶν μυστηρίων Dem. — распорядитель мистерий;ἐ. τῶν νεωρίων Dem. — начальник верфи;ἐ. τῶν δημοσίων προσόδων Plut. — главный казначей;ἐ. τοῦ ἐμπορίου Dem., Arst. — смотритель рынка;ἐ. ἵππων Plat. — ухаживающий за лошадьми, конюх;ἐ. τῆς οὐραγίας Polyb. — начальник арьергарда2) наместник, управитель(τῆς Τριφυλίας Polyb.; ἐπιμελητήν τινα καταστῆσαι εἰς νομόν τινα Arst.)
-
2 εξαπτω
I1) привязывать, прикреплять(πεῖσμα κίονος Hom.; περίδρομον ἀπὸ δένδρου Xen.; βάρος τί τινι Arst.)
; med. привязывать к себе, брать на буксир(ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τέν πόλιν, sc. τὰς ναῦς Diod.) и цепляться, виснуть Hom.
2) (привязав) протягивать(σχοινίον ἐκ νηοῦ ἐς τεῖχος Her.; τῷ καλῴδιον διά τινος Arph.)
3) связывать, соединять(τέν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plat.; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος ἐπιθυμίαι Plat.)
ἐξάψαι διαδοχέν τῶν ἀξίων λόγου Diog.L. — продолжать последовательное изложение достопамятных обстоятельств4) связывать, ставить в зависимость5) (логически) связывать, приписывать(τὰ πραττόμενα τῆς τύχης Plut.)
6) надевать, накидывать(πέπλων ἀγάλματα χροός, κόσμον νεκρῷ и βρόχον ἀμφὴ δειρήν Eur.)
; med. надевать на себя(πέπλους χροός Eur.; τι περὴ τέν κεφαλήν Arph.)
κώδωνας ἐξαψάμενος ирон. Dem. — с шумом и треском (досл. обвешавшись колокольчиками)7) прикладыватьγόνασίν τινος ἐ. τὸ σῶμα ἑαυτοῦ Eur. — припадать к чьим-л. коленям;
στόματος ἐ. λιτάς Eur. — произносить мольбы8) med. неотступно следовать, преследовать по пятам(τῆς οὐραγίας τῶν πολεμίων Polyb.)
9) med. приниматься, предприниматьτῶν Ἑλληνικῶν ἐ. Plut. — заняться греческими делами, т.е. принять на себя руководство походом на Грецию
II1) поджигать, воспламенять(ὕλας Plat.)
; pass. загораться, вспыхивать, гореть(πῦρ ἐξάπτεται Arst., Plut.)
2) зажигать, разжигать, возбуждать(ὁρμέν καὴ φιλοτιμίαν Plut.)
ἐξημμένος ὑπὸ τοῦ πάθους Plut. — сгорающий от страсти -
3 προσαναδεχομαι
См. также в других словарях:
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek
μεσοπορία — η (Α μεσοπορία) [μεσοπόρος] η μισή πορεία, το μέσο ολόκληρης τής πορείας νεοελλ. ναυτ. το κέντρο μιας ναυτικής παράταξης που πλέει σε γραμμή παραγωγής, το μεταξύ τής πρωτοπορίας και τής ουραγίας … Dictionary of Greek
ουραγός — ο (Α οὐραγός) 1. ο αρχηγός τής ουραγίας, τής οπισθοφυλακής 2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη νεοελλ. 1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία 2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής… … Dictionary of Greek
περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek