-
1 ἐπι-κατα-λαμβάνω
ἐπι-κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), nachgehen u. einholen, überraschen, ναῦς Thuc. 2, 90; ἐπειδὰν σελήνη ἥλιον ἐπικαταλάβῃ Plat. Tim. 39 c; vgl. Ath. XIV, 645 a; τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης, da die Nacht darüber hereinbrach, D. Sic. 18, 71; pass., Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.
-
2 επικαταλαμβανω
1) догонять, настигать(τὰς ὑποφευγούσας ναῦς Thuc.; ὅταν ἄρκτοι ἐπιχαταλαμβάνωνται, ἐπὴ τὰ δένδρα ἀναπηδῶσιν Arst.)
2) застигать(τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης Diod.)
3) постигать после -
3 ἐπικαταλαμβάνω
ἐπι-κατα-λαμβάνω, nachgehen u. einholen, überraschen; τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης, da die Nacht darüber hereinbrach