Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τῆλ'

См. также в других словарях:

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)αυτογράφος — ο, Ν τεχνολ. συσκευή που ανατυπώνει σε έναν σταθμό λήψης κείμενα και σχέδια σε ειδικό φύλλο χαρτιού αναπαραγωγής με τη σειρά που αυτά σχηματίζονται στον σταθμό εκπομπής από το χέρι τού αποστολέα, συσκευή που σήμερα έχει ουσιαστικά αντικατασταθεί… …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)αυτογραφία — η, Ν μετάδοση κειμένου ή σχεδίου με τηλεαυτογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)αυτογράφος. Ο τ. τηλαυτογραφία παρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • τῆλ' — τῆλαι , τήλη fem nom/voc pl τῆλε , τῆλε at a distance indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήλε — Α επίρρ. 1. μακριά (α. «τῆλε πρὸς δυσμάς», Αισχύλ. β. «θέων δ ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ , οὔ πω τῆλε, ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο (α. «τῆλε πάτρας», Πίνδ. β. «τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Τηλέγονος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. Όταν ενηλικιώθηκε, κατά σύσταση της μητέρας του, έφυγε από την Αιαίη για να αναζητήσει τον πατέρα του. Τον βρήκε όμως μια μεγάλη τρικυμία που τον ανάγκασε να βγει στην Ιθάκη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Τηλέμαχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… …   Dictionary of Greek

  • ηλιαυγής — ἡλιαυγής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως ο ήλιος («χρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος), πρβλ. δι αυγής, τηλ αυγής] …   Dictionary of Greek

  • ημεραυγής — ἡμεραυγής, ές (Μ) 1. (για τον ήλιο) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. ο λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) + αυγής (< αυγή «λάμψη» ή *αύγος), πρβλ. δι αυγής, τηλ αυγής)] …   Dictionary of Greek

  • κάμαρος — και κάμμαρος, ὁ (Α) 1. είδος τού φυτού ακόνιτο 2. το φυτό δελφίνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. hemera «ελλέβορος», ρωσ. čemerica με την ίδια σημ., λιθουαν. kemėras «ρίγανη». Μαρτυρείται και γραφή κάμμαρος, η οποία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»