-
1 τάλα
II Palmyra palm, Bonassus flabellifer, Megasth. ap.Arr.Ind.7.III τάλα· μέγα, Hsch. -
2 ταλα-
-
3 ταλα-πενθής
ταλα-πενθής, ές, Trauer, Leiden duldend, duldsam, ἐν στήϑεσσιν ἔχων ταλαπενϑέα ϑυμόν, Od. 5, 222. – Bei Panyasis 1, 5 ὑσμῖναι.
-
4 ταλα-πείριος
ταλα-πείριος, der viele Versuche, Proben ausgehalten u. bestanden hat, der sich viel versucht hat, bes. von Einem, der wie Odysseus viel herumgereis't ist, ἐγὼ ξεῖνος ταλαπ. ἐνϑάδ' ἱκάνω, Od. 7, 24. 17, 379, ἱκέτης, 6, 193. – Später übh. Landstreicher, Vagabund, πτωχός, Agath. 60 (X, 66), weshalb es Einige als gleichbedeutend mit τηλέπορος ansehen; vgl. ταλαίπωρος.
-
5 ταλα-παθής
ταλα-παθής, ές, = τληπαϑής, Gramm.
-
6 ταλα-εργός
ταλα-εργός, Arbeit ertragend, ausdauernd beim Werk od. bei der Arbeit; ἡμίονος, Il. 23, 654. 661 Od. 4, 636. 21, 23; Hes. u. sp. D., wie αὐχὴν ταύρων Mosch. ep. (Plan. 200). Bei Theocr. 13, 19 auch vom Herakles, der Viel ausgehalten, gearbeitet hat; πόνος, mühsam, Opp. Hal. 5, 20.
-
7 ταλα-κάρδιος
ταλα-κάρδιος, mit duldendem, standhaftem Herzen; so heißt Herakles Hes. Sc. 424, Oedipus Soph. O. C. 545; sp. D., wie Ep. ad. 156 ( App. 205).
-
8 ταλά-φρων
ταλά-φρων, ὁ, ἡ, verkürzte Form statt ταλασί-φρων, Il. 13, 300, πολεμιστής.
-
9 τάλας
τάλᾱς, τάλαςsuffering: masc nom sg -
10 ταλαός
-
11 ταλαπαθής
τᾰλᾰ-πᾰθής, ές,A = τληπαθής, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαπαθής
-
12 ταλαπείριος
A one who has suffered much, much-suffering, not in Il.,ξεῖνος τ. ἐνθάδ' ἱκάνω Od.7.24
, cf. 17.84; ἱκέτης τ. 6.193, 14.511; πτωχὸς τ. AP10.66 (Agath.).2 vagrant, vagabond, Aen.Tact.10.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαπείριος
-
13 ταλαπενθής
τᾰλᾰ-πενθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαπενθής
-
14 ταλαεργός
ταλα-εργός (τλῆναι, ϝέργον): enduring labor, patient, drudging, epith. of mules.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλαεργός
-
15 ταλαπείριος
ταλα-πείριος (τλῆναι, πεῖρα): enduring trials, much tried. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλαπείριος
-
16 ταλαπενθής
ταλα-πενθής, ές ( πένθος): bearing sorrow, patient in suffering, Od. 5.222†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλαπενθής
-
17 ταλάφρων
ταλά-φρων = ταλασίφρων, Il. 13.300†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλάφρων
-
18 ταλαεργός
ταλα-εργός, Arbeit ertragend, ausdauernd beim Werk od. bei der Arbeit; auch vom Herakles, der viel ausgehalten, gearbeitet hat; πόνος, mühsam -
19 ταλακάρδιος
ταλα-κάρδιος, mit duldendem, standhaftem Herzen; so heißt Herakles, Oedipus -
20 ταλαπείριος
ταλα-πείριος, der viele Versuche, Proben ausgehalten u. bestanden hat, der sich viel versucht hat, bes. von einem, der wie Odysseus viel herumgereist ist. Später übh. Landstreicher, Vagabund
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τάλα — Α 1. το φυτό φοίνικας τής Παλμύρας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέγα» … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μονής Αγίου Νεοφύτου (Τάλα Κύπρου) — Το μουσείο λειτουργεί σε πέντε αίθουσες της ανατολικής πτέρυγας της Μονής του Αγίου Νεοφύτου, που βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Πάφου. Η συλλογή του αποτελείται αφ’ ενός μεν από εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως εικόνες, ιερατικά άμφια… … Dictionary of Greek
τάλας — τάλᾱς , τάλας suffering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tel-1, telǝ-, tlē(i)-, tlā- — tel 1, telǝ , tlē(i) , tlā English meaning: to transport, carry; to bear, suffer Deutsche Übersetzung: “aufheben, wägen; tragen; ertragen, dulden” Material: O.Ind. tulü f. “Waage, Gewicht”, tulayati “hebt auf, wägt” (with… … Proto-Indo-European etymological dictionary
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek
Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… … Dictionary of Greek
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
τάλαρος — ο, ΝΑ πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού νεοελλ. ξύλινο τυροκομικό αγγείο αρχ. 1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.) 2. πλεκτό κλουβί για πουλιά 3. φρ. «Μουσέων… … Dictionary of Greek
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek
ταλαίμοχθος — ον, Α ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαι , άλλος τ. τού α συνθετικού ταλα (βλ. λ. τάλας) + μόχθος (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. ταλαίπωρος)] … Dictionary of Greek