Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
τὸ+ὀθόνιον/xx
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ὀθόνιον — linen cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐθόνιον — ὀθόνιον , ὀθόνιον linen cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίοις — ὀθόνιον linen cloth neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίοισι — ὀθόνιον linen cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίοισιν — ὀθόνιον linen cloth neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίου — ὀθόνιον linen cloth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίων — ὀθόνιον linen cloth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθονίῳ — ὀθόνιον linen cloth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθόνια — ὀθόνιον linen cloth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οθονιακός — ὀθονιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀθονιακός ο έμπορος υφασμάτων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόν φόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον +… … Dictionary of Greek
οθόνιο(ν) — το (Α ὀθόνιον και ὀθόνειον) [οθόνη] 1. τεμάχιο οθόνης, τεμάχιο λεπτού λινού υφάσματος, λινό ύφασμα 2. στον πληθ. τα οθόνια λινοί επίδεσμοι ή ξαντό για τα τραύματα αρχ. 1. ύφασμα κατάλληλο για την κατασκευή ιστίων πλοίου 2. στον πληθ. α) λινά… … Dictionary of Greek